Παιδί ήταν ακόμη, δεκάξι-δεκαεφτά χρονών, όταν έγραψε το ανέκδοτο ποίημα που ακολουθεί ο Νίκος Καββαδίας. Στίχοι που μέσα από την Καβαφική τους επιρροή, στην απλότητα και στη μελαγχολία, κρύβουν ίσως μιαν πρώτη ερωτική απογοήτευση του νεαρού ποιητή. Ο Καββαδίας δεν έχει βρει ακόμη τη φωνή, τη δική του στην ποίηση. Θα περάσουν δύο χρόνια προτού μπαρκάρει στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος". Δύο χρόνια για να αρχίσουν οι λέξεις να ποτίζονται με την αλμύρα της θάλασσας, να φωτίζονται από τα φανάρια των καταγωγείων και των μπουρδέλων, να διπλώνονται και να στριφογυρίζουν μέσα στο παραλήρημα της κουφόβρασης και του τροπικού πυρετού, να δοκιμάζονται στην αβεβαιότητα "της θολής γραμμής των οριζόντων". Δύο χρόνια για να έρθει τελικά, με τη μορφή ενός απέραντου γαλάζιου, η κυρία που πρόσμενε σε αυτό το ποίημα ο νεαρός Νίκος Καββαδίας. Όταν ήρθε συνοδευόταν και από μία άλλη κυρία, την ποίηση. Την πραγματική, δική του ποίηση που έμελλε να του προσφέρει πολλές εφήμερες χαρές. Ήταν η εμπειρία θαρρώ που έφερε τέλος στην προσμονή και το γεγονός ότι ο έφηβος είχε πλέον ανδρωθεί με το πέρασμα του χρόνου. Ακόμη και μέσα στη βαθιά νύχτα δεν έδειχνε πια για παιδί.
Για μια κυρία
Σήμερα η μέρα πέρασε όπως και πάντα θλιβερή.
Βραδιάζει, τώρα σήμανε το αντικρινό ρολόι.
Κι εμείς, που μας εγέρασαν τόσοι που πέρασαν καιροί,
μετράμε των αμέτρητων λαθών το κομπολόι.
Και μια κυρία προσμένουμε που είπε πως θα ΄ρθει μια βραδιά,
έστω και μιαν εφήμερη χαρά για να μας δώσει.
Προσμένουμε... όμως δεν θα ΄ρθει, γιατί μας πέρασε παιδιά
κι έχει βαθιά νυχτώσει.