Tuesday, March 31, 2015

Οι λέξεις και οι ποίηση μέσα από δύο ποιήματα


Όταν διαβάζει κανείς αυτό το ποίημα της Κικής Δημουλά έχει την εντύπωση ότι οι λέξεις αποκτούν βαρύτητα, σαν βότσαλα που η ποιήτρια πετάει στη θάλασσα για να αφουγκραστεί τον ήχο της πτώσης μέσα στο νερό. Κι ύστερα σαν να γινόμαστε μάρτυρες μιας ποιητικής ανοικοδόμησης, ένα παιχνίδι για να βρεθεί αυτό που υπάρχει πίσω από τις λέξεις, αυτό που έχει χαθεί από την ευτελή χρήση τους.

Η Περιφραστική Πέτρα

Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.


Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.

Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».


Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.


Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.


(Από την συλλογή ποιημάτων της Κικής Δημουλα με τίτλο "Το Λίγο του Κόσμου" που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1971)

Το παραπάνω ποίημα της Κικής Δημουλά όμως μου έφερε στο νου και ένα άλλο περίπου σύγχρονο γραπτό του Γιάννη Ρίτσου από την συλλογή "Χειρονομίες" που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1972.

Συνηθισμένες Αντιφάσεις

Οι λέξεις, — είπε — οι αμίλητες λέξεις, μόνη συντροφιά μας·
αυτές ερευνούμε, τις προεκτείνουμε, μας προεκτείνουν — το τοπίο βα-
                θαίνει· 
ανακαλύπτεις όχι μόνον οστά, αλλά και σώματα ωραία και φτερούγες —
τις φοράς, σε φορούν· εξαερώνεσαι· φεύγεις. Μας βρίσκουν
πίσω απ΄τις πόρτες, πίσω από τοίχους ψηλούς, μουχλιασμένους. Το 
                ξέρεις —
αυτός, ο μόνος τρόπος επικοινωνίας. Το ξύλινο χώρισμα
ανάμεσα στις κάμερες γίνεται γυάλινο. Βλέπεις τις λέξεις
να πέφτουν στο γυμνό τραπέζι του υπογείου με ήχο κούφιο
μαζί με έντομα της νύχτας γύρω στην παράνομη λάμπα.

(Από την συλλογή γραπτών του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο "Χειρονομίες" που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1972)



Tuesday, March 17, 2015

Antonin Artaud's rediscovery of writing




Antonin Artaud, the great french playwright, essayist, actor, poet and theatre director, was never without a pencil and a notebook where he would scribble furiously his thoughts. In the last couple of years of his life, somewhere between 1946 and 1948, one day, while visiting some friends in Paris and as they were all seated at the table, Artaud felt empty and had a feeling that he was no longer capable of writing anything. This is how Domnine Milliex, who was a little girl at the time, remembers the scene when Antonin Artaud came over for lunch:

" As a child I belonged to the generation that had to stay at the table, quiet and eat with the grown ups and I have this memory of the meals taking too long. And there, that day, there was a long discussion at the table. I think Antonin Artaud was probably feeling a bit depressed that day and they were talking, and he said that he did not know how to write anymore, he was not able to write, he did not know how to write. I had just started school and had just begun to learn how to read and write. After the meal, I timidly approached him and told him that I could help him. I said to him, Monsieur Artaud, I go to school and I am learning how to write and I am willing to show you too if you want. You see, I took literally the discussion at the table. What is wonderful is that Artaud went ahead and played the game. We got dressed, walked downhill towards Marne to go find a stationary shop. We bought a notebook, pencils, a rubber and a pencil sharpener. When we got back, we sat at the table and I instructed him how to make the "i" in the alphabet which was the easiest letter to write. I can't say how much time this took because I do not experience time today the same way I used to do when I was a child. It could have been half an hour or a quarter of an hour or a whole hour, but I have the impression that we worked and Artaud worked hard on this, filling in the pages. In the end, I had taught him how to write letters like we learned at school. I had my notebook and he had his and I inspected his work. He played the game until the end."

Artaud, having filled a whole notebook repeating letters of the alphabet, showed it with pride to his fellow writers, playwrights, actors and intellectuals that formed his circle. This was his new work, equivalent to what he had written until then. The absolute derision of the process of writing by one of the greatest thinkers and essayists the world has ever known.

(This story is one of many surrounding the legend that was Antonin Artaud and can be found in Gérard Mordillat's and Jérôme Prieur's documentary "La véritable histoire d'Artaud le momo")