Όταν διαβάζει κανείς αυτό το ποίημα της Κικής Δημουλά έχει την εντύπωση ότι οι λέξεις αποκτούν βαρύτητα, σαν βότσαλα που η ποιήτρια πετάει στη θάλασσα για να αφουγκραστεί τον ήχο της πτώσης μέσα στο νερό. Κι ύστερα σαν να γινόμαστε μάρτυρες μιας ποιητικής ανοικοδόμησης, ένα παιχνίδι για να βρεθεί αυτό που υπάρχει πίσω από τις λέξεις, αυτό που έχει χαθεί από την ευτελή χρήση τους.
Η Περιφραστική Πέτρα
Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.
Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.
Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».
Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.
Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.
(Από την συλλογή ποιημάτων της Κικής Δημουλα με τίτλο "Το Λίγο του Κόσμου" που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1971)
Το παραπάνω ποίημα της Κικής Δημουλά όμως μου έφερε στο νου και ένα άλλο περίπου σύγχρονο γραπτό του Γιάννη Ρίτσου από την συλλογή "Χειρονομίες" που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1972.
Συνηθισμένες Αντιφάσεις
Οι λέξεις, — είπε — οι αμίλητες λέξεις, μόνη συντροφιά μας·
αυτές ερευνούμε, τις προεκτείνουμε, μας προεκτείνουν — το τοπίο βα-
θαίνει·
ανακαλύπτεις όχι μόνον οστά, αλλά και σώματα ωραία και φτερούγες —
τις φοράς, σε φορούν· εξαερώνεσαι· φεύγεις. Μας βρίσκουν
πίσω απ΄τις πόρτες, πίσω από τοίχους ψηλούς, μουχλιασμένους. Το
ξέρεις —
αυτός, ο μόνος τρόπος επικοινωνίας. Το ξύλινο χώρισμα
ανάμεσα στις κάμερες γίνεται γυάλινο. Βλέπεις τις λέξεις
να πέφτουν στο γυμνό τραπέζι του υπογείου με ήχο κούφιο
μαζί με έντομα της νύχτας γύρω στην παράνομη λάμπα.
(Από την συλλογή γραπτών του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο "Χειρονομίες" που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1972)