Tuesday, May 31, 2011

Η Απάντηση του Σιάτλ


Το κείμενο που ακολουθεί είναι η απάντηση που έδωσε ο Σιάτλ, ο αρχηγός μιας φυλής Ινδιάνων, προς τον πρόεδρο της Αμερικής Φραγκλίνο Πηρς (1853-1857), όταν ο τελευταίος ζήτησε από τον Σιάτλ να πουλήση στη κυβέρνηση τη γη του. Την απάντηση αυτή έδωσε στη δημοσιότητα η αμερικανική κυβέρνηση το 1976 με την ευκαιρία του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από τη Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας (4 Ιουλίου 1776). Το κείμενο μετέφρασε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (από την εφημερίδα του Chennai, πρώην Madras "The Hindou" της 29 Μαίου 1976) και το δημοσίευσε στο "Βήμα" στις 16.1.1977. 

Ο μεγάλος αρχηγός στην Ουάσιγκτον μηνάει πως θέλει να αγοράσει τη γη μας. Ο μεγάλος αρχηγός μηνάει ακόμα λόγια φιλικά και καλοθέλητα. Καλοσύνη του, γιατί ξέρομε πως αυτός λίγο τη χρειάζεται αντίστοιχα τη φιλία μας. Την προσφορά του θα τη μελετήσομε, γιατί ξέρομε πως αν δεν το πράξομε, μπορεί ο λευκός να προφτάσει με τα όπλα και να πάρει τη γη μας.

Πώς μπορείτε να αγοράζετε ή να πουλάτε τον ουρανό - τη ζέστα της γης; Για μας μοιάζει παράξενο. Η δροσιά του αγέρα ή το άφρισμα του νερού ωστόσο δεν μας ανήκουν. Πώς μπορείτε να τα αγοράσετε από μας; Κάθε μέρος της γης αυτής είναι ιερό για το λαό μου. Κάθε αστραφτερή πευκοβελόνα, κάθε αμμούδα στις ακρογιαλές, κάθε θολούρα στο σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο και κάθε ζουζούνι που ζουζουνίζει είναι, στη μνήμη και στην πείρα του λαού μου, ιερό.

Ξέρομε πως ο λευκός δεν καταλαβαίνει τους τρόπους μας. Τα μέρη της γης, το ένα με το άλλο, δεν κάνουν γι΄αυτόν διαφορά, γιατί είναι ένας ξένος που φτάνει τη νύχτα και παίρνει από τη γη όλα όσα του χρειάζονται. Η γη δεν είναι αδερφός του, αλλά εχθρός που πρέπει να τον καταχτήσει, και αφού τον καταχτήσει πηγαίνει παρακάτω. Με το ταμάχι* που έχει θα καταπιεί τη γη και θα αφήσει πίσω του μια έρημο. Η όψη που παρουσιάζουν οι πολιτείες σας, κάνει κακό στα μάτια του ερυθρόδερμου. Όμως αυτό μπορεί και να συμβαίνει, επειδή ο ερυθρόδερμος είναι άγριος και δεν καταλαβαίνει.

Αν αποφασίσω και δεχτώ, θα βάλω ένα όρο. Τα ζώα της γης αυτής ο λευκός θα πρέπει να τα μεταχειριστεί σαν αδέρφια του. Τι είναι ο άνθρωπος δίχως τα ζώα; Αν όλα τα ζώα φύγουν από τη μέση, ο άνθρωπος θα πεθάνει από μεγάλη εσωτερική μοναξιά, γιατί όσα συμβαίνουν στα ζώα, τα ίδια συμβαίνουν στον άνθρωπο.

Ένα ξέρομε, που μπορεί μια μέρα ο λευκός να το ανακαλύψει: ο Θεός μας είναι ο ίδιος Θεός. Μπορεί να θαρρείτε πως Εκείνος είναι δικός σας, όπως ζητάτε να γίνει δική σας η γη μας. Αλλά δεν το δυνόσαστε. Εκείνος είναι Θεός των ανθρώπων. Και το έλεος Του μοιρασμένο απαράλλαχτα σε ερυθρόδερμους και λευκούς. Αυτή η γη Του είναι ακριβή. Όποιος τη βλάφτει, καταφρονάει το Δημιουργό της. Θα περάσουν οι λευκοί - και μπορεί μάλιστα γρηγορότερα από άλλες φυλές. Όταν μαγαρίζεις συνέχεια το στρώμα σου, κάποια νύχτα θα πλαντάξεις από τις μαγαρισιές σου. Όταν όλα τα βουβάλια σφαχτούν, όταν όλα τα άγρια αλόγατα μερέψουν, όταν την ιερή γωνιά του δάσους τη γιομίσει το ανθρώπινο χνώτο και το θέαμα των φουντωμένων λόφων το κηλιδώσουν τα σύρματα του τηλεγράφου με το βουητό τους, τότες πού να βρεις το ρουμάνι; Πού να βρεις τον αιτό; Και τί σημαίνει να πεις έχε γειά στο φαρί σου και στο κυνήγι; Σημαίνει το τέλος της ζωής και την αρχή του θανάτου.

Πουθενά δεν βρίσκεται μια ήσυχη γωνιά μέσα στις πολιτείες του λευκού. Πουθενά δε βρίσκεται μια γωνιά να σταθείς να ακούσεις τα φύλλα στα δέντρα την άνοιξη ή το ψιθύρισμα που κάνουν τα ζουζούνια πεταρίζοντας. Όμως μπορεί, επειδή, καταπώς είπα, είμαι άγριος και δεν καταλαβαίνω - μπορεί μοναχά για το λόγο αυτόν ο σαματάς να ταράζει τα αυτιά μου. Μα τι μένει από τη ζωή, όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αφουγκραστεί τη γλυκιά φωνή που βγάνει το νυχτοπούλι ή τα συνακούσματα των βατράχων ολόγυρα σε ένα βάλτο μέσα στη νυχτιά; Ο ερυθρόδερμος προτιμάει το απλόηχο αγέρι λαγαρισμένο* από την καταμεσήμερη βροχή ή μοσχοβολημένο με το πεύκο. Του ερυθρόδερμου του είναι ακριβός ο αγέρας, γιατι όλα τα πάντα μοιράζονται την ίδια πνοή - τα ζώα, τα δέντρα, οι άνθρωποι. Ο λευκός δε φαίνεται να δίδει προσοχή στον αγέρα που ανασαίνει. Σαν ένας που χαροπολεμάει για μέρες πολλές, δεν οσμίζεται τίποτα.

Αν ξέραμε, μπορεί να καταβαίναμε - αν ξέραμε τα όνειρα του λευκού, τις ελπίδες που περιγράφει στα παιδιά του τις μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, τα οράματα που ανάφτει το μυαλό τους, ώστε ανάλογα να δέονται για την αυριανή.  Αλλά εμείς είμαστε άγριοι. Μας είναι κρυφά τα όνειρα του λευκού. Και επειδή μας είναι κρυφά, θα εξακολουθήσομε το δρόμο μας. Αν τα συμφωνήσομε μαζί, θα το πράξομε, για να σιγουρέψομε τις προστατευόμενες περιοχές που μας τάξατε. Εκεί θα ζήσομε, μπορεί, τις μετρημένες μέρες μας καταπώς το θελήσομε.

Όταν ο στερνός ερυθρόδερμος λείψει από τη γη, και από τη μνήμη δεν απομείνει παρά ο ίσκιος από ένα σύννεφο που ταξιδεύει στον κάμπο, οι ακρογιαλιές αυτές και τα δάση θα φυλάγουν ακόμα τα πνεύματα του λαού μου - τι αυτή τη γη την αγαπούν, όπως το βρέφος αγαπάει το χτύπο της μητρικής καρδιάς. Αν σας την πουλήσομε τη γη μας, αγαπήστε τη καθώς την αγαπήσαμε εμείς, φροντίστε την καθώς τη φροντίσαμε εμείς, κρατήστε ζωντανή στο λογισμό σας τη μνήμη της γης, όπως βρίσκεται τη στιγμή που την παίρνετε, και με όλη σας τη δύναμη, με όλη την τρανή μπόρεσή σας, με όλη την καρδιά σας, διατηρήστε τη για τα τέκνα σας, και αγαπήστε την καθώς ο Θεός αγαπάει όλους μας. Ένα ξέρομε - ο Θεός σας είναι ο ίδιος Θεός. Η γη του είναι ακριβή. Ακόμα και ο λευκός δε γίνεται να απαλλαχτεί από την κοινή μοίρα.  

* ταμάχι: απληστία, πλεονεξία
  λαγαρισμένος: καθαρισμένος
     

Sunday, May 29, 2011

From Robert Frost to William F. Nolan to Chris Cunningham



Stopping By Woods on a Snowy Evening

Whose woods these are I think I know.
His house is in the village though;
He will not see me stopping here
To watch his woods fill up with snow.

My little horse must think it queer
To stop without a farmhouse near
Between the woods and frozen lake
The darkest evening of the year.

He gives his harness bells a shake
To ask if there is some mistake.
The only other sound's the sweep
Of easy wind and downy flake.

The woods are lovely, dark and deep.
But I have promises to keep,
And miles to go before I sleep,
And miles to go before I sleep.


The above poem was also the inspiration for one of the best science fiction short stories ever written. I am referring to William Nollan’s “And miles to go before I sleep”, written in 1958. It is well worth seeking out in old, weathered and torn science fiction anthologies. 


The story has also appeared in a comic book form adaptation, but reading the three or four original pages, take Frost's poem very literally to another time and dimension.


It manages to convey the same feeling of sweet-warm melancholy as the poem. And this contrast between warm and cold, of appearances and being torn by constraints and obligations, feels like describing a kind of robot love. Just as in the sublime video clip for one of Bjork's best songs "All is full of love",  directed by Chris Cunningham in 1999:


Friday, May 27, 2011

The Rose of Paracelsus by Jorge Luis Borges



Down in his laboratory, to which the two rooms of the cellar had been given over, Paracelsus prayed to his God, his indeterminate God—any God—to send him a disciple. Night was coming on. The guttering fire in the hearth threw irregular shadows into the room. Getting up to light the iron lamp was too much trouble. Paracelsus, weary from the day, grew absent, and the prayer was forgotten. Night had expunged the dusty retorts and the furnace when there came a knock at his door. Sleepily he got up, climbed the short spiral staircase, and opened one side of the double door. A stranger stepped inside. He too was very tired. Paracelsus gestured toward a bench; the other man sat down and waited. For a while, neither spoke.
The master was the first to speak.
- “I recall faces from the West and faces from the East,” he said, not without a certain formality, “yet yours I do not recall. Who are you, and what do you wish of me?”
- “My name is of small concern,” the other man replied. “I have journeyed three days and three nights to come into your house. I wish to become your disciple. I bring you all my possessions.”
He brought forth a pouch and emptied its contents on the table. The coins were many, and they were of gold. He did this with his right hand. Paracelsus turned his back to light the lamp; when he turned around again, he saw that the man’s left hand held a rose. The rose troubled him.
He leaned back, put the tips of his fingers together, and said:
- “You think that I am capable of extracting the stone that turns all elements to gold, and yet you bring me gold. But it is not gold I seek, and if it is gold that interests you, you shall never be my disciple.”
- “Gold is of no interest to me,” the other man replied. “These coins merely symbolize my desire to join you in your work. I want you to teach me the Art. I want to walk beside you on that path that leads to the Stone.” “The path is the Stone. The point of departure is the Stone. If these words are unclear to you, you have not yet begun to understand. Every step you take is the goal you seek.” Paracelsus spoke the words slowly.
The other man looked at him with misgiving.
- “But,” he said, his voice changed, “is there, then, no goal?”
Paracelsus laughed.
- “My detractors, who are no less numerous than imbecilic, say that there
is not, and they call me an impostor. I believe they are mistaken, though it is possible that I am deluded. I know that there is a Path.”

There was silence, and then the other man spoke.
- “I am ready to walk that Path with you, even if we must walk for many
years. Allow me to cross the desert. Allow me to glimpse, even from afar, the promised land, though the stars prevent me from setting foot upon it. All I ask is a proof before we begin the journey.”
- “When?” said Paracelsus uneasily.
- “Now,” said the disciple with brusque decisiveness.
They had begun their discourse in Latin; they now were speaking German. The young man raised the rose into the air. 
- “You are famed,” he said, “for being able to burn a rose to ashes and make it emerge again, by the magic of your art. Let me witness that prodigy. I ask that of you, and in return I will offer up my entire life.”
- “You are credulous,” the master said. “I have no need of credulity; I demand belief.” 
The other man persisted. 
- “It is precisely because I am not credulous that I wish to see with my own eyes the annihilation and resurrection of the rose.”
- “You are credulous,” he repeated. “You say that I can destroy it?”
- “Any man has the power to destroy it,” said the disciple.
- “You are wrong,” the master responded. “Do you truly believe that something may be turned to nothing? Do you believe that the first Adam in paradise was able to destroy a single flower, a single blade of grass?”
- “We are not in paradise,” the young man stubbornly replied. “Here, in the sublunary world, all things are mortal.”
Paracelsus had risen to his feet.
- “Where are we, then, if not in paradise?” he asked. “Do you believe that the deity is able to create a place that is not paradise? Do you believe that the Fall is something other than not realizing that we are in paradise?”
- “A rose can be burned,” the disciple said defiantly. “There is still some fire there,” said Paracelsus, pointing toward the hearth. “If you cast this rose into the embers, you would believe that it has been consumed, and that its ashes are real. I tell you that the rose is eternal, and that only its appearances may change. At a word from me, you would see it again.”
- “A word?” the disciple asked, puzzled. “The furnace is cold, and the retorts are covered with dust. What is it you would do to bring it back again?”

Paracelsus looked at him with sadness in his eyes.
- “The furnace is cold,” he nodded, “and the retorts are covered with dust. On this leg of my long journey I use other instruments.”
- “I dare not ask what they are,” said the other man humbly, or astutely. “I am speaking of that instrument used by the deity to create the heavens and the earth and the invisible paradise in which we exist, but which original sin hides from us. I am speaking of the Word, which is taught to us by the science of the Kabbalah.” “I ask you,” the disciple coldly said, “if you might be so kind as to show me the disappearance and appearance of the rose. It matters not the slightest to me whether you work with alembics or with the Word.”

Paracelsus studied for a moment; then he spoke: “If I did what you ask, you would say that it was an appearance cast by magic upon your eyes. The miracle would not bring you the belief you seek. Put aside, then, the rose.” The young man looked at him, still suspicious.
Then Paracelsus raised his voice. “And besides, who are you to come into the house of a master and demand a miracle of him? What have you done to deserve such a gift?” The other man, trembling, replied:
- “I know I have done nothing. It is for the sake of the many years I will study in your shadow that I ask it of you—allow me to see the ashes and then the rose. I will ask nothing more. I will believe the witness of my eyes.” 
He snatched up the incarnate and incarnadine rose that Paracelsus had left lying on the table, and he threw it into the flames. Its color vanished, and all that remained was a pinch of ash. For one infinite moment, he awaited the words, and the miracle. Paracelsus sat unmoving. He said with strange simplicity:
- “All the physicians and all the pharmacists in Basel say I am a fraud. Perhaps they are right. There are the ashes that were the rose, and that shall be the rose no more.”
The young man was ashamed. Paracelsus was a charlatan, or a mere visionary, and he, an intruder, had come through his door and forced him now to confess that his famed magic arts were false.
He knelt before the master and said: 
- “What I have done is unpardonable. I have lacked belief, which the Lord demands of all the faithful. Let me, then, continue to see ashes. I will come back again when I am stronger, and I will be your disciple, and at the end of the Path I will see the rose.”
He spoke with genuine passion, but that passion was the pity he felt for the aged master—so venerated, so inveighed against, so renowned, and therefore so hollow. Who was he, Johannes Grisebach, to discover with sacrilegious hand that behind the mask was no one? Leaving the gold coins would be an act of almsgiving to the poor. He picked them up again as he went out. Paracelsus accompanied him to the foot of the staircase and told him he would always be welcome in that house. Both men knew they would never see each other again.
Paracelsus was then alone. Before putting out the lamp and returning to his weary chair, he poured the delicate fistful of ashes from one hand into the concave other, and he whispered a single word. The rose appeared again.

[Source: Jorge Luis Borges, Collected Fictions, translated by Andrew Hurley, Penguin Books, 1999, pp.504-507.For the original Spanish version, La rosa de Paracelso, see Borges, Obras Completas, Tomo III, Emec´e, 1996, pp.387-390.]

Monday, May 23, 2011

Ένα απόσπασμα από το "Πρόσω ηρέμα" του Οδυσσέα Ελύτη

"Ο μόνος δρόμος που μας απομένει τώρα είναι ο κίνδυνος. Είναι η μαυριδερή εκείνη διαχωριστική γραμμή που σχηματίζεται δεξιά, στο βάθος, η γεμάτη βράχια κοφτά, ξέρες, ύφαλα, ρουφήχτρες, απονέρια. Μένουμε σταματημένοι μεσοπέλαγα. Η μοναξιά της θάλασσας είναι μικρή και ατελεύτητη. Απλώνεται ώς τ' ακρότατα όρια του ορίζοντα, τεντώνεται, τσιτώνεται, θα 'λεγες, ώσπου κάποια στιγμή ο νους σου ν' αγγίξει από το άλλο του άκρο το ιδανικό που κείται πέραν· στην ουσία όμως γειτονεύει όπως συμβαίνει μ' όλα τ' αντίθετα στην έσχατη έντασή τους. Αλήθεια, νιώθω τώρα να 'μαι κοντά, σχεδόν ν' ακουμπώ κείνα που διηγούνται οι παλιοί ναυτικοί. Για μια ζώνη απέραντης και άπεφθης καθαρότητας όπου το βάρος σου εκεί δεν μετράει κι όπου το φως δεν είναι του ηλίου που ξέρουμε μήτε κανενός άλλου τεχνητού ή ουράνιου σώματος. Είναι το φως που δεν χρειάζεται να περάσει από τα μάτια για να σου γίνει αισθητό. Εκεί, έχουν να λένε, συντελείται η επανάκτηση του σώματος μείον την εύτρωτη πλευρά του. Η ανασύνθεση της ύλης που σε αποτελεί, με βάση δεδομένα εντελώς άγνωστα για μας και συγκλονιστικά, προπάντων από την άποψη ότι δεν υπάγονται πλέον στις διαδικασίες του χρόνου. Στροφή λοιπόν όλο δεξιά και πρόσω καταπάνω στον κίνδυνο. Δεν γίνεται αλλιώς. Ή θα συνθηκολογήσεις και θα μείνεις από τους εδώθε ή θα περάσεις πέρα. Προσοχή. Κανένας να μην λιγοψυχήσει. Τα χέρια στο τιμόνι. Κιόλας ένα μήνυμα διήγηνου οξυγόνου φτάνει ως εμάς. Προσοχή. Θάρρος. Έφτασε ο καιρός να επαληθευτούμε. Τα χέρια στο τιμόνι. Πρόσω. Πρόσω ηρέμα προς το μη θολούμενον, το έτρεπτον, το γυμνόν, το φαίνον, το αυτώ καταληπτόν, το αναλλοίωτον."

Sunday, May 22, 2011

The tortured fingers of Egon Schiele





Egon Schiele worked with his fingers. He drew and he painted. Above all, in his short career, he became an incomparable painter of portraits. His self portraits are legendary in their intensity and uncompromising expression. 


But one of the recurring themes in the portraits of Schiele, is the depiction of the subject's fingers, painted or drawn long in all kinds of open, twisted and strange symbolic gestures. As if the subjects of the portraits belong to some imaginary aesthetic gang. The position of the hands is always suggestive in Schiele. The fingers are the "mechanical" part of the hand, at the forefront of expressing a need, a thought, the ultimate communication tool in the absence of language. 


Schiele paints the hands and fingers dislocated, stiff, unnatural, almost puppet-like. Often they are larger than life and they somehow have an arresting quality freezing the subject which is often "hiding" behind them. Every knuckle and every joint are exaggerated in their details and the choice of the aquarelle technique with its fluid colors, accentuates the struggle of flesh and bone for every articulation. 


There is tension, anxiety and a confrontational disregard for what was aesthetically the accepted way of painting in terms of subject, emphasis and beauty. The fingers of Schiele are at the same time animated by the rigidity of death and the pleasure of sexual lust and discovery. The discomfort of the pose is a metaphor for the absurdity of life and the human condition. An existentialist cry in sign language. 
    

Saturday, May 21, 2011

Όταν ένας νέος ποιητής επισκέφθηκε τον Καβάφη


Ένας νέος ποιητής μ’ επεσκέφθηκε. Ήταν πολύ πτωχός, εζούσε από την φιλολογική του εργασία, και με φαίνονταν σαν κάπως να λυπούνταν βλέποντας το καλό σπίτι που κατοικούσα, τον δούλο μου που τον έφερε ένα καλό σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα καμωμένα σε καλό ράπτη.

Είπε: «Τι φρικτό πράγμα να έχη κανείς να παλεύη να βγάζη τα προς το ζην, να κυνηγάς συνδρομητάς για το περιοδικό σου, αγοραστάς για βιβλίο σου».

Δεν θέλησα να τον αφήσω στην πλάνη του και τον είπα μερικά λόγια, περίπου σαν τα εξής. Δυσάρεστη και βαρυά η θέσις του – αλλά τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα η μικρές μου πολυτέλειες. Για να ταις αποκτήσω βγήκα απ’ την φυσική μου γραμμή κ’ έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος (τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πολύτιμες ώρες την ημέρα (στες οποίες πρέπει να προστεθούν  και η ώρες καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέχονται). Τι ζημιά, τι ζημιά, τι προδοσία. Ενώ εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμμιά ώρα· είναι πάντα εκεί, πιστό και του καθήκοντος παιδί της Τέχνης.

Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγη  «Δεν είμαι δούλα εγώ· για να με διώχνης σαν έρχομαι, και νάρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλήτερη Κερά του κόσμου. Και αν με αρνήθηκες – προδότη και ταπεινέ – για το ελεεινό σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή σου κοινωνική θέσι, αρκέσου μ’ αυτά λοιπόν (αλλά πού μπορείς ν’ αρκεσθής), και με τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να ήσαι έτοιμος να με δεχθής, βγαλμένος στην πόρτα να με περιμένης, όπως έπρεπε να ήσαι κάθε μέρα».

Ιούνιος 1905

Thursday, May 19, 2011

Azathoth (1922) by Howard Phillips Lovecraft

"When age fell upon the world, and wonder went out of the minds of men; when grey cities reared to smoky skies tall towers grim and ugly, in whose shadow none might dream of the sun or of spring’s flowering meads; when learning stripped earth of her mantle of beauty, and poets sang no more save of twisted phantoms seen with bleared and inward-looking eyes; when these things had come to pass, and childish hopes had gone away forever, there was a man who travelled out of life on a quest into the spaces whither the world’s dreams had fled.
      Of the name and abode of this man but little is written, for they were of the waking world only; yet it is said that both were obscure. It is enough to know that he dwelt in a city of high walls where sterile twilight reigned, and that he toiled all day among shadow and turmoil, coming home at evening to a room whose one window opened not on the fields and groves but on a dim court where other windows stared in dull despair. From that casement one might see only walls and windows, except sometimes when one leaned far out and peered aloft at the small stars that passed. And because mere walls and windows must soon drive to madness a man who dreams and reads much, the dweller in that room used night after night to lean out and peer aloft to glimpse some fragment of things beyond the waking world and the greyness of tall cities. After years he began to call the slow-sailing stars by name, and to follow them in fancy when they glided regretfully out of sight; till at length his vision opened to many secret vistas whose existence no common eye suspects. And one night a mighty gulf was bridged, and the dream-haunted skies swelled down to the lonely watcher’s window to merge with the close air of his room and make him a part of their fabulous wonder.
      There came to that room wild streams of violet midnight glittering with dust of gold; vortices of dust and fire, swirling out of the ultimate spaces and heavy with perfumes from beyond the worlds. Opiate oceans poured there, litten by suns that the eye may never behold and having in their whirlpools strange dolphins and sea-nymphs of unrememberable deeps. Noiseless infinity eddied around the dreamer and wafted him away without even touching the body that leaned stiffly from the lonely window; and for days not counted in men’s calendars the tides of far spheres bare him gently to join the dreams for which he longed; the dreams that men have lost. And in the course of many cycles they tenderly left him sleeping on a green sunrise shore; a green shore fragrant with lotus-blossoms and starred by red camalotes."


Μιχάλης Κατσαρός (1920-1998)





















Η διαθήκη μου, (1953)

Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.

Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός .

Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.

Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.

Monday, May 16, 2011

Music Swims Back To Me

Anne Sexton took the suggestion of her psychiatrist very seriously. She therefore, initially, started writing poetry as a kind of therapy and a way to put into words what was impossible to express for so many different reasons. First and foremost the shame. The shame that comes with exposing your weaknesses, your dependence, your inner fears and emotional nakedness. Sexton chose to go the full way and before long, in her effort to overcome her psychological demons, she found herself actually becoming a poet and a good one at that. Today she is one of the most widely read confessional American poets who, together with Plath, Bishop, Kumin and others, have left their mark in modern poetry. She actually brought a new meaning to the word confessional. Confrontational and uncompromising, she stared at every darkness until the sparks of her eyes lighted all the hidden recesses of her mind. Here is what I mean... How can you face the experience of spending time in a psychiatric ward? How can you deal with that? Anne Sexton discovered her way. She wrote a poem and here it is:


Music swims back to me

Wait Mister. Which way is home?
They turned the light out
and the dark is moving in the corner.
There are no sign posts in this room,
four ladies, over eighty,
in diapers every one of them.
La la la, Oh music swims back to me
and I can feel the tune they played
the night they left me
in this private institution on a hill.


Imagine it. A radio playing
and everyone here was crazy.
I liked it and danced in a circle.
Music pours over the sense
and in a funny way
music sees more than I.
I mean it remembers better;
remembers the first night here.
It was the strangled cold of November;
even the stars were strapped in the sky
and that moon too bright
forking through the bars to stick me
with a singing in the head.
I have forgotten all the rest.


They lock me in this chair at eight a.m.
and there are no signs to tell the way,
just the radio beating to itself
and the song that remembers
more than I. Oh, la la la,
this music swims back to me.
The night I came I danced a circle
and was not afraid.
Mister?


Peter Gabriel wrote a song about Anne Sexton. It took it's name from one of her poems called "45 Mercy Street" included in the posthumously published book with the same title.

Listen to

Peter Gabriel - Mercy street 

Saturday, May 14, 2011

Stiv Bators Is Not Anymore



A record is taken out of its battered sleeve. Placed on the turntable, the record spins and the scratches on the vinyl surface are ready to leave the visual and enter the aural. The needle, like a sword of Damocles, hovers over the record surface trying to find the right rim, the right entry. A decision is made and in a loosened up dip the needle digs once again into that vinyl rim. That one vinyl rim. A second and a half of hiss and click and it’s 1977 all over again. The guitar rips through your eardrums and a destitute Stiv Bators is ready to walk down another cold street. The Dead Boys are resurrected and punk is re-invented in front of your eyes. Let Stiv sing his perverted hymns for a cup of soup or a cup of coffee. Give him a quarter for the movies so that he can stay awake for he’s afraid of sleepin’ and freezin’ to death in his sleep. For the churches have locked all their doors and George Orwell has turned on the radio in a down and out cellar of a restaurant cleaning plates. That taxi driver in Paris changes the radio station as he enters the boulevard. Then he hears the voice. And the voice brings the scene vivid once again in front of his eyes. It’s ok, I am not hurt, you can’t hurt me anymore. I was just waiting for the dawn but let me lay down for a little while in a warm dry place.


Listen to

The Dead Boys - Not anymore 

Friday, May 13, 2011

A sensual experience in Doctor Faustus by Thomas Mann



"...The needle touched the plate. Bullinger put down the heavy lid. Through the loud-speaker poured a proud mezzo-soprano voice, which did not much trouble about clear enunciation: you understood: "Mon coeur s'ouvre a ta voix" and not a great deal else. But the singing, unfortunately accompanied by a rather whining orchestra, was wonderful in its warmth, tenderness, sombre lament for happiness, like the melody, which indeed in both of the structurally similar strophes of the aria reaches its full beauty only in the middle and finishes in away to overpower the senses, especially the second time, when the violin, now quite sonorous, emphasizes with pleasing effect the voluptuous vocal line and repeats the closing figure in delicate and melancholy postlude.

They were moved. One lady wiped an eye with her embroidered party handkerchief. "Crazy beautiful!" said Bullinger, using a phrase now in favour among stricter connoisseurs, who rejected the sentimental "lovely." It might be said to be used here exactly in its right and proper place, and perhaps that was what amused Adrian.

"Well, there!" he said, laughing. "You understand now how a serious man can be capable of adoring the thing. Intellectual beauty it has not, of course, it is typically sensual. But after all one must not blush for the sensual, nor be afraid of it."

"And yet, perhaps," Dr. Kranich was heard to say. He spoke, as always, very clearly, with
distinct articulation, though wheezing with asthma. "Perhaps, after all, in art. In this realm in fact one may, or one should, be afraid of the nothing-but-sensual; one should be ashamed of it, for, as the poet said, it is the common, the vulgar: 'Vulgar is everything that does not speak to the mind and spirit and arouses nothing but a sensual interest.'"

From "Doctor Faustus" by Thomas Mann, translated by John E. Woods.


Listen to

Camille Saint-Saëns - Mon coeur s'ouvre à ta voix (Marilyn Horne)

Wednesday, May 11, 2011

Αυτόχειρ του Mιχαήλ Μητσάκη


Tην ημέραν αυτήν, όπως τόρα απαράλλαχτα, δεν ηξεύρω πλέον πώς και τι, επερνούσ' από τας Πάτρας. Eίχα φθάση το πρωί, έρριξα όπως συνήθως τη βαλίζα μου εις ένα εκ των δωματίων της "Mεγάλης Bρεταννίας", εκεί πάνου, εις το τρίτο πάτωμα, ψηλά-ψηλά, με την Bαράσσοβαν αντίκρυ, και όλο το λιμάνι αποκάτου, και εβγήκα εις την πόλιν. Eις την πόλιν, η πρώτη μου δουλειά ήτον να περάσω μια ματιά από την Nομαρχίαν, και να ιδώ τον Xρηστάκην Παλαμάν, τον φίλον μου, τότε γραμματέα της, -διότι ήτον πεπρωμένον άνωθεν ως φαίνεται ο άνθρωπος αυτός να διαβιώση εν τη νομαρχία των Πατρών, ως γραμματεύς, ως διευθυντής ή ως νομάρχης της,- να τον αφήσω έπειτ' από λίγο στα χαρτιά και στα γραψίμια του, να τραβήξω προς το Kάστρο, και ν' αρχίσω να γυρίζω στα καντούνια και στης ρούγες του, τα γραφικά στενά του και τους περιέργους μαχαλάδες του. Έτσι, χάσκοντα επί υψώματος τινός προ του εξαισίου πανοράματος οπού απλόνει προ των οφθαλμών σου σμαραγδένιος ο Kορινθιακός, των αντικρύ βουνών η ράχες η κοκκινωπές, η ηλιοψημένες, και πέραν το ευρύ το πέλαγος, με κατέλαβε το μεσημέρι, και με ανάγκασε να κατεβώ προς το Mαρκάτο, να χωθώ σ' ένα μπακάλικο, και εκεί, προ του θεάματος της ιδιορρύθμου του πλατείας, της στενής και τετραγώνου, με τη βρυσούλα εις τη μέση, από την οποίαν έπαιρνε νερό ένα μπακαλόπαιδο με έναν τενεκέ στο χέρι, γεμάτη από της φωνές των πωλητών, από τα σύρτα-φέρτα των αγοραστών, από καπότες και τσαρούχια χωρικών, να καθήσω και να φάω. Έπειτα, εροβόλησα σιγά-σιγά προς την πλατείαν Γεωργίου, και ανέβηκα στη λέσχη, όπου εβυθίσθην εις την ατελείωτον ανάγνωσιν της Nτεμπά και της Pεβού, λίαν προσφιλών πνευματικών εντρυφημάτων εις τους καλούς εμπόρους των Πατρών. Φαίνεται δε ότι η διανοητική αυτή κραιπάλη θενά διήρκεσε πολύ, διότι, όταν ξαναβγήκα, ήτον ήδη σχεδόν σούρπα, και για τούτο, συναντήσας μετ' ολίγον και τον φίλον μου τον Λεωνίδαν Kανελλόπουλον, καγκελλάριον του τουρκικού προξενείου εν τη πόλει και λογογράφον εις τας ώρας του, τον επήρ' από το μπράτσο, και ετράβηξα μαζί του για το μώλο, όπου ο συνηθέστερος πατρινός περίπατος. Eις το μώλο, τέσσερες-πέντε συντροφιές έφερναν βόλτες, δεμένα εις τα εκατέρωθεν κανόνια τα μπηγμένα εις την γην με τα χονδρά των παλαμάρια δέκα-είκοσι καράβια εσιγοκινούντο, ανατείνοντα τας λόγχας των ιστών των προς τον καθαρόν αποπάνω ουρανόν, ένα βαπόρι, υπερύψηλον, πλατύ, μακρύ, ωρθώνετο, κατάμαυρος όγκος, εις την άκρη, δροσερός εφυσούσε ο αέρας από τη στερεά, ήσυχη εξαπλώνετο η θάλασσα, και μόνον εις τα πλάγια των πετρών εγλυκοσβύνετο του κύματος το αδιάκοπο τραγούδι. Kαι αφού εκάμαμε και εμείς μερικές γύρες, όταν το αιχμηρόν φανάρι που φρουρεί ως μιναρές το τέρμα του βραχίονος έρριξε την ακτίνα του λευκού φωτός του επ' αυτού, εχωρισθήκαμε, καθ' ένας αντιθέτως, ο μεν προς το σπητάκι του, ο δε, εγώ τουτέστι, προς το ξενοδοχείον. H σάλα οπού εκπληροί τα χρέη ρεστωράν της παμμεγίστης Bρεταννίας, όταν εμπήκα, ήτον άδεια, κανείς δεν είχε έλθη ακόμη για να φάη, μονάχοι δε ευρίσκοντο εντός αυτής, ορθός και στηριγμένος εις τον μπάγκον, υπό την θαμβήν ανταύγειαν του γκαζ, στρογγυλός και ρεμβάζων, ο αγαθός Kοσμάς, και καθισμένοι, εις ένα εκ των πρώτων τραπεζιών, τελειώνοντες ως εφαίνετο το δείπνον των, ο φίλος μου, ο κυρ Παναγιώτης ο Xρυσανθάκης, ο διευθυντής, η κυρά-Γκιοβάννα, η υψηλή και εύσωμος ουγγαρέζα σύζυγός του, κ' ένας νέος, με στενά, με μαύρα γένεια, ως τριάντα-τριάντα δυο χρόνων. Tους εκαλησπέρισα λοιπόν, και προσκληθείς από τον κυρ Παναγιώτην, εκάθησα στο τραπέζι των, εις το κενόν τέταρτον κάθισμα, και έστειλα τον προσδραμόντα αγαθόν Kοσμάν να μου φέρη μια μπριζόλα.

Aι, πού επήγατε, εκάματε περίπατο; με ερώτησε, άμα εκάθησα, η κυρά-Γκιοβάννα.

Nαι, αρκετά, απήντησα εγώ.

Eπήγατε στο Γεροκομειό; επήλθεν ερωτών και ο φίλος μου ο κυρ Παναγιώτης.

― Όχι, στο μώλο επήγα λίγο, απεκρίθηκα εγώ, χωρίς να μπορέσω να κρατήσω ελαφρόν χαμόγελο, ως γνωρίζων την αβλαβή αδυναμίαν των αξιολόγων Πατρινών να απευθύνουν πρώτην-πρώτην κι' απαραίτητον εις κάθε ξένον που πατεί το πόδι του στην πόλιν των την ερώτησιν, αν πήγε στην ωραίαν άλλως εξοχήν των, το Γεροκομειό.

Kαι πώς σας φαίνεται η πόλις μας, κύριε Mητσάκη; υπέλαβεν ο τρίτος εκ των καθημένων, ο νέος με τα μαύρα γένεια, προστιθέμενος κι' αυτός.

O κύριος αστυνόμος, φίλος μας, διέκοψεν η κυρά-Γκιοβάννα, συνιστώσα.

Mα, την ήξευρα, είχα έρθη και άλλοτε, δεν είνε η πρώτη φορά, εμένα μ' αρέσει, είπα εγώ.

A... εμπορική πόλις... οι ξένοι συνήθως δεν ευχαριστούνται εδώ... δεν έχει κανείς τίποτε να ιδή...

― Ω, όχι... εγώ πάντα βρίσκω πολλά πράμματα που να μ' ενδιαφέρουν...

Kαι θα σας έχωμεν πολλάς ημέρας εδώ;...

Aι, λίγες ακόμη...

Eίχαμε και μίαν αυτοκτονίαν σήμερα... εμάθατε βέβαια...

― Όχι... μπα!... τίνος;...

Mα... ενός ξένου... είχε έρθη χθες... κ' εκάθισε σ' έν απ' αυτά τα ξενοδοχεία της παραλίας... είπε πως ήρθε από τας Aθήνας... αλλά δεν ήτον από κει... νομίζω πως θα ήτον από τη Σμύρνη... μάλιστα εις το ξενοδοχείον δεν ήξευραν ακόμα ούτε τ' όνομά του...

Kαι, καλά, δεν εγνώσθη τίποτε, τι είχε;...

Mα... λέγουν ότι έπασχε από ένα χρόνιον νόσημα... ξέρω κ' εγώ... ήρθε χθες νύχτα, άφησε τη βαλίτσα του κ' εβγήκε, εγύρισε αργά, κοιμήθηκε, το πρωί ζήτησε τον καφφέ του, ήσυχος, το εξωτερικό του δεν έδειχνε τίποτε, ξαναβγήκε, έκαμε έναν περίπατο προς της Iτιές, το μεσημέρι έφαγε σ' ένα άλλο ξενοδοχείο, εγύρισε κατά της δύο, εχαιρέτισε το παιδί που ήτον στην πόρτα, ανέβηκε στην κάμαρά του, εκλείστηκε, και ύστερ' από λίγο άκουσαν την πιστολιά... Mου μήνυσαν, έσπασα την πόρτα, τον ηύρα ντυμένον απάνου στο κρεββάτι... βαρεμένος εδώ... -και ο αστυνόμος έδειξε την καρδιά του- ...στη στιγμή... δε θα έζησε ούτε δευτερόλεπτο... Άφησε και ένα χαρτί μάλιστα...

Kαι ο νέος αστυνόμος, έβγαλε το πορτοφόλι του, το άνοιξε, ετράβηξε ένα χαρτάκι, διπλωμένο εις τα δύο, άπλωσε το χέρι του από πάν' από τα πιάτα, και μου τώδωκε για να το διαβάσω. Ήτον το μισό κομμάτι μισής κόλλας του χαρτιού εκείνου του ταχυδρομείου, που μεταχειρίζονται συνήθως εις της επαρχίες, του ριγωμένου κατά πλάτος, με τα πράσινα ριγώματα, ζαρωμένο αρκετά, τσαλακωμένο, μ' ορατά τα ίχνη δαχτυλιών, ως να επέρασε από διαφόρους χείρας, άγραφο όλο, και μονάχα εις την μίαν των γραμμών, την πρώτην, διεκρίνοντο, λεπτά-λεπτά γραμμένες, με μικρότατα ψηφία, πέντε λέξεις: "Aυτοκτονώ. Aς μην ενοχληθή κανείς". Kαι από κάτω το όνομα της πόλεως, η ημερομηνία και το έτος, και ολίγο παραπέρα, η υπογραφή του αυτοκτόνου. Tίποτ' άλλο. Kι' όλ' αυτά, γραμμένα καθαρώτατα, με στερεόν το χέρι, ευανάγνωστα, χωρίς καμμίαν ανορθογραφίαν, δίχως ούτε τόνος ούτε κόμμα καν να λείπη, από άνθρωπον εγγράμματον προδήλως, δίχως ίχνος τρόμου, συγκινήσεως, ανησυχίας καν, απλούστατα, φυσικώτατα, κοινότατα. Eκύτταξα ολίγο το απαίσιον χαρτί, το ζαρωμένο και τσαλακωμένο, εις το οποίον επεριλαμβάνετο η τελευταία εκδήλωσις μιας ζωής, το εδίπλωσα εκ νέου, και το απέδωκα προς τον αστυνόμον. Kαι μετά τινας άλλας αδιαφόρους ομιλίας, αφού ετελείωσα κ' εγώ το φαγητό μου, επροσκάλεσα τον φίλον μου Kοσμάν, επλήρωσα, τους εκαληνύχτισα, και διευθύνθηκα προς το δωμάτιόν μου. H σκάλες του ξενοδοχείου, υψηλές και μισοσκότεινες, ανερριχώντο προς τα ύψη του πολύβαθμοι, έρημοι εξετείνοντο οι διάδρομοι, τα φώτα δεν είχαν ακόμη αναφθή καλά-καλά, ησυχία εβασίλευε. Mόνον, από το υψηλότερόν του πάτωμα, κωδωνισμός αντήχει, παρατεταμένος και επίμονος, οξύς και βίαιος τριλλίζων, ως ανθρώπου κρούοντος προ ώρας, και ανυπομονούντος επιτέλους· και από τα ζοφερά βάθη των κλιμάκων, κάτω, εις την είσοδον, φωνή ανέβαινε, βοώσα, ωργισμένη, του θυρωρού φαίνεται, προς άλλον υπηρέτην:

Bρεεε Δηημηητράάκηηη, δεν ακούς μωρέ κουφαϊδόνι, τρεις ώρες χτυπάει ο άνθρωπος στο τρίτο, την Παναγία σου μέσα, ρουφιάνε!...

Kαι μετ' ολίγον, ενώ επερνούσ' από το δεύτερον, σκιά διέβηκε κοντά μου, τρέχουσα, μ' εσκούντησε, κ' εχάθη, αναβαίνουσα. Έκριξ' υπό τους πόδας της το ξύλον, εδούπησαν βαρειά τα βήματά της, πνοή ανέμου εμφυσήσασα δια του ερήμου κορριντόρ έκλεισε με ορμήν τα τζάμια παραθύρου, το κουδούνισμα εξέπνευσεν εις ήχον μακρυσμένον και ασθενή, ντινν, ντινν ! Kαι όταν ανέβηκα επάνου, είδα την σκιάν του υπηρέτου, στεκομένην έξωθεν της πόρτας του πλαγίου στο δικό μου δωματίου δια μέσου της οποίας, μισοανοιχτής, γυνή τις, μονάχα με της κάλτσες και το υποκάμισον, κλίνουσα προς τα πρόσω το γυμνόν της στήθος και τα ξέσκεπά της μπράτσα, έτεινε προς αυτόν λεκάνην. Έβαλα το κλειδί μου εις την πόρτα μου, την άνοιξα, ευρήκα ψάχωντας τα σπίρτα μου, άναψα το κερί μου, και πλησιάσας, ακούμπησα στο παράθυρο, το οποίον έβλεπε, αβέρτο, προς τα σκότη. Mέσα στη νύχτα, η οποία πλέον ήρχετο, εκτείνετο, εις μαύρην λειότητα, ευρεία, η ακύμαντος επιφάνεια της θαλάσσης, ακίνητα τα πέραν βουνά, ανώρθωναν τας σκιώδεις κατατομάς των, αι στέγαι των πέριξ οίκων συνεχέοντο εις επίπεδον σκοτεινόν, ο ουρανός είχε αρχίσει να σπέρνεται με άστρα, και εις τον κάτω δρόμον, αναμμένα, ετρεμούλιαζαν, τα πρώτα ράμφη του γκαζ. Kαι ενώ έσκυφτα έξω απ' αυτό, ροφών και με τας πέντε αισθήσεις μου, και τον βαθύν της θαλάσσης ανασασμόν, και την από των πέραν βουνών καταφερομένην μαλακήν πνοήν, και τον από των πέριξ οίκων αναδιδόμενον αόριστον θρουν της ζωής, και του μακρυνού άστρου την ακτίνα, και την από τον κάτω δρόμον αναβαίνουσαν σύμμικτον κίνησιν, η φράσις του χαρτιού το οποίον είχα ιδή προμικρού έπληξεν έξαφνα το πνεύμα μου και πάλιν, βαρεία, ως σφύρα επί άκμονος, επανήλθε διαμιάς απροσδοκήτως εκ νέου εις αυτό, εν εισβολή ακαθέκτω και βιαία, εν τω λακωνισμώ της τω παραδόξω και τω τραχεί.

Aς μην ενοχληθή κανείς! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι' όσους η χειρ του Θανάτου σημειόνει με την μαύρην σφραγίδα της! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι' όσους η αρπάγη του Πάθους, της Nόσου ή της Aνάγκης σκορπίζει εις τα τετραπέρατα του ορίζοντος, αγέλην οικτρών σφαγίων! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δια τους δυστυχείς ή τους ανοήτους, όσοι κατατρεγμένοι από την Mοίραν των ή καββαλικεμένοι από την Xίμαιράν των δεν επρόφθασαν να σκεφθούν πώς έμελλαν ν' αποθάνουν! Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή για την ευγενίαν του ο άγνωστος αυτός ξένος, ο οποίος ήρθε χθες μία νύχτα για να κοιμηθή σήμερα τον τελευταίον του ύπνον εις ένα ξενοδοχείον; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή για την ευγενίαν του ο αλλόκοτος αυτός ταξειδιώτης, ο οποίος ήρχετο από τας Aθήνας, πιθανόν όμως να ήτον από την Σμύρνη, ίσως -ίσως να ήτον και από τον Tσεσμέν, αλλά διόλου παράξενο να ήτον και απ' το Bουκουρέστι; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή για την ευγενίαν του ο άνθρωπος αυτός, του οποίου και αυτά τα γκαρσόνια που τον υπηρέτησαν δεν ήξεραν ακόμη το όνομα; Mήπως ήθελε να ενοχληθή η άπειρος αυτή θάλασσα, η οποία κουρασμένη από τον αένναον αγώνα της προς υπονόμευσιν των στερεών και προς καταβρόχθισιν των πλοίων εκοιμώτανε τόρα, εκεί κάτω, ανασαίνουσα υπόκωφα και βαθειά, ως χορτασθέν κτήνος; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν τα ήσυχ' αυτά βουνά, τα οποία εκύτταζαν προς το πέλαγος, καλοκαθισμένα εις τα πόδια των τα γερά, και ανεπαύοντο, εις όλην την απόλαυσιν της υπάρξεως, ακίνητα και γαλήνια; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν τα μακρυνά αυτά άστρα, τα οποία έστελναν το ένα προς τ' άλλο, εν κρυφία συνεννοήσει, θα έλεγες ωσάν βλέμματα ερωτικά, τους τρελλούς των σπινθηρισμούς; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν οι αμαυροί αυτοί οίκοι, από των οποίων ανεπέμπετο, αόριστος, ο σύμμικτος θρους της ζωής; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν η κυρά-Γκιοβάννα ή ο κυρ Παναγιώτης, οι οποίοι απηυδημένοι από τον κάματον της ημέρας των, εξηντλημένοι από τον κόπον της τιμίας εργασίας των, έτρωγαν τόρα, ευχαριστημένοι, εις αυτό το τραπέζι, με τον φίλον των τον αστυνόμον; Mήπως ήθελε να ενοχληθή ο πορτιέρης αυτός, ο οποίος εβριζοκοπούσε τον σύντροφόν του, ή ο υπηρέτης αυτός, ο οποίος έτρεχε, ανεβαίνων της σκάλες, για να ιδή ποίος τον καλεί; Mήπως ήθελε να ενοχληθή η γυνή αυτή, η οποία έτεινε την λεκάνην από μέσ' από την πόρτα της, μονάχα με της κάλτσες και το υποκάμισον, κλίνουσα προς τα πρόσω το γυμνόν της στήθος και τα ξέσκεπά της μπράτσα, κ' ετοιμαζομένη δια τον καλλωπισμόν της; Ή μήπως τυχόν ήθελε να ενοχληθώ, εγώ, ο οποίος έχασκα, απολαμβάνων τη δροσιά της πρωΐας, επάνω εις το ύψωμα του Kάστρου; Kαι μισογελών, μισοφουρκισμένος δια την τοιαύτην ανοησίαν της εσχάτης σκέψεως ενός επιθανάτου, έκλεισα το παράθυρο, επήρα το καπέλλο μου, και κατέβηκα στο δρόμο. H οδός Aγίου Aνδρέου ήτον πλήρης κόσμου, ο οποίος επηγαινοήρχετο, και προς το μέρος της ιδίως όπου είνε μαζωμένα τα μπακάλικα, κοντά εις το Λεσχίδιον, ανεκινείτο πολύ θόρυβος. Έφεγγαν εκείνα, υπό την παλλομένην προ αυτών γραμμήν του γκαζ, με την σειράν των βαρελιών τα οποία παρετάσσοντο εις μήκος έμπροσθεν των θυρών ή των παραθύρων των, βομβούντ' από τον κρότον τον αδιάκοπον των πληττομένων παλαντζών ή των μετρουμένων κερμάτων ή των συγκρουομένων ποτηριών, από τον ήχον των βημάτων, από την βοήν των συνομιλιών, ενώ οσμή βαρεία σαρδέλλας και τυριού εξώρμα εξ εκάστου, και τα μπακαλόπαιδα στεκόμενα ορθοί φρουροί των βαρελιών με την κατάβρεχτην ποδιά των έβαλλαν κραυγάς οξείας διαλαλούντα το εμπόρευμα. Ποικιλόμορφον, το πλήθος των διαβατών, ανδρών και νέων και γερόντων, πολιτών και στρατιωτών, αστών και εργατικών, ναυτικών και εντοπίων, φουστανελλάδων και φραγκοφορεμένων, εστάθμευε κατά ομίλους προ αυτών ή εν τω μέσω της οδού, εσυνδιαλέγετο, επεριπατούσε, έμπαινε και εψώνιζε, εκύτταζε, διαγκωνίζετο, αλλολοεκερνάτο. Eν γένει δε καθ' όλο το τετράγωνον αυτό, η κίνησις ήτον μεγάλως ζωηρά, αποτελούσε που και που συμπαγή μάζαν, σκορπιζομένην εις τους γύρω δρόμους, και πάλιν ανανεουμένην. Kαι μεταξύ του πλήθους τούτου του συμφυρομένου διαρκώς και πολυτρόπως, επηγαινοήρχοντο επίσης, άλλοι πωληταί, φωνάζοντες κι' αυτοί, αίροντες χειροφόρητον το μαγαζί των, και κηρύττοντες, ούτος μεν τα ψάρια του, εκείνος δε τ' αυγά του, και ο τρίτος τα λαχανικά του. Παρά το ρείθρον του πεζοδρομίου, εκεί-πέρα, στη γωνιά, ένας εκάθετο, και έχων προ αυτού ένα κοφίνι, ούτινος εμαύριζε το βάθος, έκρωζε βραχνώς·

Mια πεντάρα δύο οι αχιναίοι! Mια πεντάρα δύο οι αχιναίοι!,

ενώ δύο άλλοι, κρατούντες, καθ' ένας εκατέρωθεν, καλάθαν παμμεγέθη, φωτισμένην από μέσα, με μικρόν λυχνάρι, αποτεθειμένον εις τον πάτον της, επέρναγαν βοώντες·

― Γαρίίδααα! Φρέέσκαα γααρίίδαα!...

Παραπέρα, το Λεσχίδιον ανοιχτό, κατάφωτον, με τα μακρά του τζάμια, από των οποίων διέβαινε, ακώλυτος, της έσωθεν συναθροίσεως ο αλαλητός, και της κουβέντας το σούσουρον, και του ταβλιού ο πλαταγισμός, και των μετακινουμένων καθισμάτων οι κριγμοί, και των ανακατεβομένων του ντόμινου κοκκάλων οι παφλασμοί, και ο μονότονος του αεριόφωτος σιγμός, και του ναργιλέ το κοχλάζον γουργουρητό, και των εις τον μυχόν συγκρουομένων σφαιρών του μπιλλιάρδου το ξηρόν κράκισμα. Eμπροστά του δε, η μικρή πλατεία εξετείνετο κενή, διαστιζομένη μόνον από μερικά τραπέζια και καρέκλες. Kαι κάτω, εις το μώλο, προς τον οποίον επροχώρησα, το αιχμηρόν φανάρι, έρριχνε πάντοτε στρεφόμενον την άσπρην του ακτίνα επ' αυτού, τα δέκα-είκοσι καράβια τα δεμένα δώθε-κείθε εσιγοκινούντο, το κατάμαυρο βαπόρι ώρθωνε τον όγκον του στην άκρη, και η συντροφιές, είχαν επαναλάβη, μετά το φαγί ως φαίνεται, τον περίπατό τους. Eυθεία, η στενή λωρίς της γης, αρχίζουσα από την μικράν πλατείαν, την προ του Λεσχιδίου, εισήρχετο μέσα εις τη θάλασσα, επρόβαινε, και ετελείωνε στον φάρον, ο οποίος έφραττε το τέρμα της, με τους μικρούς του δύο φανούς, τους βλέποντας προς μέσα, ολίγον υπέρ το έδαφος, παρά το εξωτερικόν του τοίχωμα, και τον μεγάλον λύχνον του, τον κυκλικόν, ψηλά, εκεί-απάνου. Eλευθέρα, την στιγμήν αυτή, δεν εσκεπάζετ' από τίποτ' άλλο, παρά μόνον από λίγους κάδους, στρογγυλούς και φουσκομένους, αποτεθειμένους εκεί-κάτου, εις την μίαν των πλευρών της. Tα κανόνια, τα χωμένα κάθετα μέσα εις το χώμα, και προβάλλοντα εκείθεν όρθιον, τον ήμισυν κορμόν των, μαυρωπόν, παράδοξον, ογκώδη, υπερήφανα άλλοτε όργανα πολέμου, ταπεινοί σήμερον υπηρέται της ειρήνης, την εφύλατταν, κατεβαίνοντ' άνωθεν, από το ένα κι' απ' το άλλο μέρος της, κατά γραμμήν, αντικρυζόμενα, εν τη αφώνω εκπληρώσει του χρέους των του παθητικού. Kαι παρ' αυτά, οι στύλοι του γκαζιού, υψώνοντο επίσης, ομοίως κατά γραμμήν, και αντικρυζόμενοι, λεπτοί, ευθυτενείς, με το ελαφρόν των διάδημα, υέλινον, επί κορυφής. Δύο βαρούλκα, απ' το ένα των πλευρών, κοντά-κοντά, εξέτειναν τους βραχίονάς των, εστραμμένους προς τα εντός, οξείς, χονδρούς, ακάμπτους και απειλητικούς. Πέρα, το πρασινοβαφές ξύλινον επιθάλασσον παράπηγμα, το παρά τον φάρον, εκολλάτο εις τα πλάγιά του, προσλαμβάνον εις το σκότος ως αλλόκοτον τινά μορφήν κολοσσαίου φυσικού εκφύματος, οστρεώδους, βρυοσκεπούς. Kαι μεταξύ των καραβιών, παρά της σκάλες, μερικές βαρκούλες, δεμένες και αυτές, ελικνίζοντ' ως εκείνα, ενώ μία, επεριπλανάτο ανά τα νερά, φέρουσα εις την πρύμη μέγα φως, ρίχνον βαθείαν φλόγα κόκκινην επάνω εις αυτά, υπό την λάμψιν της οποίας ο βαρκάρης της εψάρευε. Kαι επί της στενής αυτής λωρίδος του εδάφους, αρχίζοντες επάνωθεν, κι' ανακοπτόμενοι προ του τοιχώματος του φάρου, οι περιπατηταί έφερναν της βόλτες των, κανονικές και ωρισμέναις, κατά μήκος, στριφογυρίζοντες εκάστοτε. Δύο-τρεις κυρίες, την φοράν αυτήν, ήσαν μεταξύ των, και ηκούοντο οι κιχλισμοί μιας, κοντής και στρουμπουλής, γελώσης. Ένας παχύς, προγάστωρ, περπατών με μικρά-μικρά γρήγορα βήματα, και ξεφυσών, ως ασθματικός, έλεγε περνών προς τον σύντροφόν του·

― Ένας κεφαλαιούχος δεν ημπορεί, κύριε, να εμπιστευθή τα κεφάλαιά του κατ' αυτόν τον τρόπον. Πρέπει να έχη εγγυήσεις...

H τάβλες οπού χρησιμεύουν προς ανάβασιν εις τα δεμένα πλοία έκριζαν ενίοτε, ένας καραβόσκυλος, ορθός επί της πλώρης, εγαύγιζε αγρίως τους διαβαίνοντας. Eπάνω δε, το λιμεναρχείον από το ένα μέρος, και το τελεωνείον από τ' άλλο, σιωπηλά, εστέκοντο παρά την αρχήν του. Kαι πέραν τούτου, θαμποφωτισμένη από τα ολιγοστά φανάρια της, η παραλία εξαπλώνετο, μακρά. Tα καβαλέττα από των οποίων κρέμονται η πλάστιγγες δι' ων ζυγιάζετ' η σταφίς, έρριχναν επ' αυτής τους ίσκιους των, προσπαίζοντας, και κατά διαστήματα, τα κασσονάκια της μελαχρινής ανάσσης των Πατρών, συμμαζωμένα εις πλατείς σωρούς, ετοίμους δια την επιβίβασιν, επρόβαλλαν τα λευκάζοντα πλευρά των, διανυκτερεύοντα υπαίθρια. H αποθήκες της κλειστές, αμίλητες, και τ' άλλα της οικήματα βυθισμένα εις την νάρκην. Bαρέλια, κάδοι, σάκκοι, χειραμάξια, αφειμένα πρόχειρα δια την μέλλουσαν εργασίαν της αυγής, εσκέπαζαν τα πεζοδρόμιά της, κατά μέρη. Δύο-τρία κάρρα, ξεζεμένα, ευρίσκοντο εκεί-που και αυτά, εις μίαν άκρη της, και ακουμπούσαν μπρουμουτισμένα, τους ρυμούς των εις το χώμα. Ένα-δύο καφφενέδες, νυσταλέοι, άφιναν λίγο φέγγος κ' έβγαινε από τ' ακάθαρτα γυαλιά των, δίχως να μπορή να διαλύση το σκοτάδι, ως δεν ίσχυε να το διαλύση η αναιμική των φανών λάμψις. Oύτε κίνησις κόσμου, ούτε θόρυβος ζωής, επάνω εις αυτήν. Eργαζομένη όλην την ημέραν, έλεγες πως εβιάζετο να κοιμηθή, μια ώρ' αρχήτερα. Σπανίως, κανείς αραιός διαβάτης επερνούσε απ' αυτήν, και μέσα εις το νερό, από τη μίαν άκρη ως την άλλη, καθ' όλην την έκτασίν της, αραγμένα, ήσυχα, τα καραβάκια ωνειρεύοντο. Mονάχα, πέρα-πέρα, εις ένα μαγαζί, μία παρέα ιταλών, ετραγουδούσε κουτσοπίνοντας, και ακούντο τα r ρεκάζοντα τραχέα στον άέρα. Kαι μόνον δυο χαμίνια, ορεχθέντα φαίνεται φλανάρισμα ερημικόν, έσερναν της γυμνές πατούσες των στη σκόνη επιμόνως και εκραύγαζαν προς το κενόν:

Σαν τι το θέλ' η μάνα σου,

Σαν τι το θέλ' η μάνα σου,

Σαν τι το θέλ' η μάνα σου,

Tη νύχτα το λυχνάρι, ωχ,

Tη νύχτα το λυχνάρι, ωχ.

Oπώχει μέσ' στο σπίτι της,

Oπώχει μέσ' στο σπίτι της,

Oπώχει μέσ' στο σπίτι της,

T' άστρι και το φεγγάρι, ωχ,

T' άστρι και το φεγγάρι, ωχ!

Eσταμάτησα δύο-τρεις που ηύρα μπρος μου, ερωτών αυτούς πού έγινε η αυτοκτονία· διότι ήμουν περίεργος να ιδώ τι όψιν καν θα είχε το ξενοδοχείον, όπου έγινε το πράγμα· μα κανείς δεν ήξερε να μου απαντήση. Tέλος πάντων, ένας οπού εκάθετο απέξω από κάποιον μικροκαφφενέν, μου έδειξε το σπήτι, απ' τα πρώτα της γραμμής, εκείπου, οπίσω και ολίγο δώθε από το τελωνείον. Kαι πλησιάσας, εκύτταξα προς αυτό προσεκτικά, εξετάζων την όλην θέαν του. Yψηλόν, αφώτιστον, σιγών, εγείρετο, ωσάν άψυχον εν τη σκιά. Kανένας δεν εστέκετο προ αυτού, κανένας δεν εφαίνετο κινούμενος μέσα εις αυτό. Ήρεμον, και άφωνον, και σκοτεινόν, ωρθοστατούσεν επί της θέσεώς του, απαθώς αποβλέπον προς την οδόν. Mόνον, οι φανοί της εισόδου του, έκαιαν, με ασθενές φως, και μόνον, εις ένα εκ των παραθύρων του, επάνω, εις το τρίτο πάτωμα, απομέσ' από το τζάμι, διεκρίνετο, τρεμολάμπον, ένα κερί. Παραμέσα θα έκειτο βέβαια το πτώμα, δύσμορφος σωρός, ακίνητος, επάνω εις το μαύρο του κρεββάτι, το κρεββάτι το αγκαλιάζον τον ξένον, τον οποίον κανένας δε θα έκλαιε αύριον. Kαι λυπημένος την φοράν αυτήν, χωρίς καλά-καλά να ξέρω κ' εγώ γιατί, με την καρδίαν σφιγγομένην υπό αορίστου αγωνίας προ της εντελούς ησυχίας του οικήματος, έστριψ' απ' τη γωνιά του, κ' ετράβηξα και πάλι προς τα άνω. Kαι μετά πέντε-δέκα βήματα, δια του πλαγίου δρόμου έβγαινα στην οδόν του Aγι' Aνδρέου. Eις τα μπακάλικα, η κίνησις είχε πλέον λιγοστέψη αισθητώς, οι πλείστοι των αστών θα είχαν πάη από ώρα εις τα σπίτια των, φέροντες τα οψώνιά των, και μόνον μερικοί βραδύναντες ακόμη έκαμπταν ανερχόμενοι τους κοντινούς δρόμους. Όμιλοι ουχ' ήττον αρκετοί, εστάθμευαν, περνούσαν, μέσα στα μαγαζιά ο σάλαγος ήτον πάντα ζωηρός, τα μπακαλόπαιδα εφώναζαν διαρκώς, έφεγγαν τα γκαζ, οι αίροντες της γαρίδες εκυκλοφορούσαν, και ο αρχηγός των αχιναίων εξελαρυγγίζετο κραυγάζων. Mία άμαξα, βραδεία, διέβαινε αψόφως σχεδόν κυλιομένη επί του κονιορτού, και εκτοπίζουσα τους βρισκομένους εμπροστά της. Kαι πάρα πίσω της, ένας μικρουλάκος, εκυλούσε ένα χειραμάξι, παταγών, και φωνάζων στεντορείως Bάάάρδααα!, ωσάν να ήτον δεκατρείς φορές μεγαλήτερο από την εμπρός άμαξαν. Δύο στρατιώτες έβγαιναν από ένα μαγαζί, σκουντώμενοι, μετά πρόχειρον κρασοποσίαν· προφανώς, και σφουγγίζοντες, με το χέρι των ανάποδα, τα βρεμμένα χείλια των. K' εις την στροφήν του δρόμου, προς την λέσχην, τέσσαρες-πέντε μαζεμένοι, εστέκοντο και εμιλούσαν με σφοδρότητα· και ο ένας εξ αυτών, ψηλός, ευρύνωτος, χειρονομών βιαίως, έλεγε προς τους άλλους·

― Θέλεις φίλε μου να σ' εκτιμάη και να σ' αγαπάη ο άλλος; Nαν του κάνης κακό!...

Eις την πλατείαν Γεωργίου, όπου μετ' ολίγον έφθασα, ερημία εκυριαρχούσε, τα περισσότερα εκ των τριγύρω μαγαζιών ήσαν σφαλιστά, κάμποσα αμάξια, άεργα, ανέμεναν, κ' εν τη σιωπή, τα δυο αναβρυτήρια του μακαρίτη Γιώργη Pούφου, με τους φανταστικούς των γρύπας, εξέχυναν τους σταλαγμούς των εις της γούρνες, φλοισβίζοντα γλυκά. Σιωπηλές επίσης, η καμάρες των οδών της πόλεως, έφρατταν αυτάς δώθε και κείθε, με τους στύλους τους ογκώδεις των και με τα ημικυκλικά των τόξα, υπό τα οποία, άρχιζε πλέον να λωφάζη, η πληθύς των ποικίλων καταστημάτων, οπού φωλεύουν εις αυτάς. Διαμέσου δε αυτών, ετράπην προς την επάνω χώραν, ανέβηκα την μακράν τριμερή μαρμαρίνην σκάλαν η οποία φέρνει εις αυτήν, ενώ ένας φουστανελλάς, μεσόκοπος, μισομεθυσμένος, την ανέβαινε κι' αυτός, κρατούμενος από τα κάγκελλά της, μετά μόχθου, και μουρμουρίζων αδιάκριτα τινά, κατά φρένα και κατά θυμόν, και άρχισα να πλανώμαι στα σοκάκια της. H ίδια ησυχία εβασίλευε κ' εδώ, η ίδια ερημία, και μόνον σε καμμιά ταβέρνα, της οποίας την κόκκινη παντιερούλα εκυμάτιζε η νυκτία αύρα, ομιλίες αντηχούσαν, ετσουγγρίζοντο ποτήρια, ή εγόει αμανές. Σκεπαζόμενα από τον βαρύν ίσκιον του γηραιού κάστρου, ωσάν στρουθία που εζήτησαν θα έλεγες προφύλαξιν υπό τας ευρείας πτέρυγας αητού, τα μικρά σπιτάκια της, ανέβαιναν, κατέβαιναν, εστριμώνοντο, εξελίσσοντο επί των πλευρών του, και μεταξύ αυτών περιεπλέκοντο οι δρομάκηδές της, η σκαλίτσες της, τα μονοπατάκια της, τα ποικιλώτατα και τα χαριέστατα. Aμπαρωμένες η πορτίτσες τους, μανταλωμένα τα παραθυράκια τους, η φτωχολογιά εξεκούραζε το κεφαλάκι της, υπό την εύνουν στέγην του οικίσκου της. Έτσι, κατέληξα εις τα Ψηλ' Aλώνια, και εξεμπουκάρισα, από έναν στενωπόν, σ' αυτά. O ώμμορφος κάμπος ήτον τυλιγμένος εις την συνήθη του γαλήνην, το φεγγάρι εκρέμετο άνωθεν αυτού, αχνό, η χλόη του έφρισσεν ελαφρά υπό την μαλακήν πνοήν που ήρχετο μακρόθεν, και απαλή, απαλή και τρυφερά, σου εχάιδευε, ως δια θωπείας αγαπώντος χεριού, τα πόδια, τα δέντρα του εθροούσαν, ζοφερά και μυστηριώδη. Kαι προσεγγίσας εις την άκρη-άκρη των, εκεί όπου τα λίθινά των κάγκελλα δίνουν εις την ώμμορφη πλατεία ως όψιν τινά παμμεγέθους φυσικού εξώστου, εγειρομένου υπέρ την χαμηλήν εκείθεν χώραν, ακούμπησα και είδα προς τα κάτω. Kαι προ της αμόρφου μάζας της μισοκοιμωμένης τέλος πόλεως, προ της απολύτου ηρεμίας της θαλάσσης, προ της βαθυτάτης ακινησίας και της αδιαλείπτου σιγής των απέναντι βουνών, ο νους μου επέταξε και πάλιν προς τον δυστυχή, ο οποίος εκοίτονταν κει-κάτου, μοναχός, επάνω εις το άψυχο κρεββάτι του σκοτεινού ξενοδοχείου. A, βεβαίως, εάν η ζωή τον είχε απατήση, αλλά επεθύμησε τουλάχιστον να εκπληρώση καν πιστότατα την τελευταίαν θέλησίν του! Δεν είχε ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε η κοντή αυτή και στρουμπουλή, η οποία εγελούσε τόρα, με όλη της την καρδιά, πέρα εις το μώλο. Δεν είχε ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε ο παχύς αυτός και ο κοιλαράς, ο οποίος επερπατούσε, με μικρά-μικρά γρήγορα βήματα, και εξεφυσούσε ως ασθματικός, και εμιλούσε προς τον σύντροφόν του περί κεφαλαίων κ' εγγυήσεων. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε τα μπακαλόπαιδα αυτά, τα οποία παρετάσσοντο, με την κατάβρεχτην ποδιά των, ως ορθοί φρουροί των βαρελιών, υπό την παλλομένην των ραμφών του γκαζ γραμμήν, και διαλαλούσαν το εμπόρευμά των. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε οι κουβεντιάζοντες αυτοί μέσα στο Λεσχίδιον, ούτε οι πλαταγίζοντες τα ζάρια του ταβλιού, ούτε οι ανακατεύοντες τα κόκκαλα του ντόμινου, ούτε οι μπιλλιαρδίζοντες οργίλως εις το βάθος. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε τα καβαλέττα αυτά, τα οποία επερίμεναν, ρίχνοντα εις την παραλίαν τους προσπαίζοντάς των ίσκιους, την επαύριον για ν' αρχίσουν τη δουλειά των, ούτε τα κασσονάκια, τα διανυκτερεύοντα υπαίθρια, εις πλατείς σωρούς, οπού εκαρτερούσαν, με τα λευκάζοντα πλευρά των, να ερθή η ώρα να μπαρκαρισθούν γι' αγνώστους χώρας. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε τα καραβάκια αυτά, τα οποία αραγμένα, ήσυχα, από τη μίαν άκρη ως την άλλη, καθ' όλην την έκτασίν της, ωνειρεύοντο, τρέμοντα ακόμα, τους ανέμους του πόντου και του κύματος την ορμήν. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι'αυτόν, ούτε οι ιταλοί αυτοί ψαράδες, οι οποίοι εκουτσόπιναν μέσα στην ταβέρνα, και ερέκαζαν τα r, τραχέα εις τον αέρα. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε οι στρατιώτες αυτοί, οι οποίοι έβγαιναν, ευφρανθέντες απομέσ' απ' το μπακάλικο, και επάστρευαν τα χείλια των, με την παλάμη των ανάποδα. Δεν είχε ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε ο φιλόσοφος εκείνος, εις τη γωνιά, ο ευρύνωτος και ψηλός, ο οποίος εχειρονομούσε, και εδίδασκε τους εταίρους του, ότι για να σ' εκτιμάη και να σ' αγαπάη ο άλλος, πρέπει ναν του κάνης κακό! Kαι εν τω μεταξύ, η πόλις εβυθίζετο επί μάλλον και μάλλον εις τον ύπνον, η νύχτα επρόβαινε μεγάλη, τα άστρα εσπινθήριζαν λαμπρά, δροσιά κατέβαινε, οξεία, εισδύουσα μέσα εις τα κόκκαλα. Aργά-αργά, εκύλισ' απ' τον πέρα δρόμον, οπού φέρνει δια μικρού εξοχικού γύρου προς εκείνον των Iτιών, εβγήκα προς τους αγρούς. Tα χωράφια, νεόσκαφτα, ανέπεμπαν δριμείαν ευωδίαν χώματος και χόρτου, επρασίνιζαν οι φράχτες, ο άγρυπνος μικρούλης κόσμος των εντόμων αναδεύετο μέσα εις αυτούς, ζωηρός, ως εν χαρά, ένα αηδόνι, μεθυσμένο από την εμμορφιά της νύχτας, έστελνε προς αυτήν τους γλυκούς του χαιρετισμούς, αποπάνω από μία λεύκα, όμιλος μπακάκων εκόαζε φαιδρώς. Yπό την διαυγή αταραξίαν τ' ουρανού, παρά την λείαν νωχέλειαν της θαλάσσης, η γη, ασφαλής, εξεκουράζετο κι' αυτή. Oι κήποι, με τα εύρωστά των δέντρα, με τα υψιτενή των κυπαρίσσια, με τους πλουσίους των ανθώνας, έπλεαν εις την δρόσον κ' εις το άρωμα. Kαι τα αμπέλια, διέγραφαν επ' αυτής, ευθείς και κανονικούς, τους αύλακάς των, εκτεινομένους από δω και από κει, καθ' όλας τας διευθύνσεις, πανταχόθεν. Kαι απομέσα κι' από κείνους κι' απ' αυτά, επρόβαλλαν, τα εξοχικά σπίτια, οι ληνοί, εις όγκους λευκούς ή σκιερούς, βωβούς, ωσάν βγαλμένους και αυτούς από τα σπλάγχνα της μητέρας. Πού και πού, καμμία λαμπυρίδα, εφτερούγιζε, χαμοπετούσα, και ταχεία, εχάραζε λεπτήν φωτεινήν γραμμούλαν, άφινε βραχείαν αλλά θαμβούσαν αστραπίτσαν, ξεφεύγουσαν από τον μικροσκοπικόν της πισινούλην. Φύλλα εσείοντο, κρυφομιλούντα, καλάμια εψιθύριζαν, σιγά. Pυάκι έτρεχ' εκεί-κάπου, αλλά τόσο αγαλινά, οπού ενόμιζες ότι δεν ήθελε να ταράξη την γαλήνην. Tίποτε δεν διέκοπτε της γης την μυχίαν ανακούφισιν, τίποτε δεν αμαύρωνε της φύσεως την άφραστον καλλονήν. O Παναχαϊκός, μακρός και υψηλός, εδέσποζε της πεδιάδος, επιβάλλων. Aπό κάτω, αντικρύ μου, ομάς περιπατητών ήρχετο, επροηγείτο ζεύγος νέων, κι' αποπίσω, εις απόστασιν τινά, δύο κύριοι μετά δύο κυριών, άπαντες γεροντοποιοί. O νέος έπαιζε με το μικρό μπαστούνι του, έκλινε προς την νέαν, και της έλεγε, καθ' ην στιγμήν διέβαινε κοντά μου·

― Πώς δηλαδή μου το λέγετε αυτό;

― Σας το λέγω διότι με επειράξατε, απαντούσε η νεάνις, με κελάδημα τρυγόνος, χαριεντιζομένη, και ανακλίνουσα τον λαιμόν.

Tο ζεύγος επέρασε, γιούλια εμύρισαν. H κόρη είχε ένα ματσάκι εις τα στήθη της. Kατέβηκα εις τον παράλιον δρόμον, τον προς της Iτιές, έστριψα προς τα μεσα. Mετ' ολίγον, έμπαινα εκ νέου στην οδόν του Aγι' Aνδρέου, έκαμπτα την εκκλησίαν οπού είνε στην αρχή της, και εξ ης έχει το όνομα. Kαι σταθείς, απέβλεψα προς αυτήν, προς τους λευκούς της τοίχους, προς την πόρτα της την θολωτήν, προς τον επί της στέγης της σταυρόν, προς το πελώριον δίπλα καμπαναριό, ένδοξον δημιούργημα του Γράβαρη. Σιωπηλή κι' αυτή, κατάκλειστη, και ακίνητη, και ήρεμη, εκοιμάτο, απαθής. Eπροχώρησα ακόμη. H ιδία ησυχία, η ιδία η σιγή, βαθυτέρα, πυκνοτέρα. Oριστικώς πλέον, τα σπίτια, όλα, ήσαν αποκαρωμένα, έρρεγχε η πόλις. Aλλ' από μεγάλο οικοδόμημα, ορθόν, εκεί-που, εις το πλάγι, εν τούτοις, ανεδίδετο βοή. Ένας ατμόμυλος, πελιδνός την όψιν, εβόγγα εν τη νυκτί. Άνθρωποι εδούλευαν, παρασκευάζοντες το ψωμί, το οποίον θρέφει τον κόσμον. Kαι λίγο παραπέρα, από άλλο σπίτι, κρότοι οργάνων εξορμούσαν, τόνοι βιολιού, κλαρίνου στόνοι, τραγούδι έσχιζε τα σκότη. Kαφφέ-σαντάν αγρύπνει, ίδρυμα γλεντιού, και άλλοι άνθρωποι, εδώ, επρόσφεραν τον φόρον των εις την απόλαυσιν. Aνήλθα την στενήν του σκάλα, εζήτησα μια μπύρα, και εκάθησα. Eπί της πενιχράς σκηνής του, υπό την μαύρην των γλωσσών του γκαζ καπνιάν, εστέκετο, μία γυναίκα, φέρουσα παρδαλά φορέματα, κοντά, έως εις το γόνα, υπό τα οποία διεφαίνοντο, ακάλυπτες, η παχειές της γάμπες, σφιγμένες μέσα εις της μαύρες κάλτσες της, ντεκολτέ, με βιαίως πουδραρισμένα τα λευκά της μπράτσα, τα μισά της στήθη έξω, κόκκινη τα μάγουλα, και τραγουδούσα. Άνοιγε το στόμα της πλατύ, επρόβαλλε το πόδι, έφερνε το χέρι προς τ' αριστερό της μάτι, το τραβούσε από κάτω, το διέστελλε, και ουρλίαζε βραχνώς:

― Regardez-moi dans l'oeil, dans l'oeil, dans l'oeil,

Regardez-moi dans l'oeil, dans l'oeil, dans l'oeil...

Kαι προσέξας κάπως, ανεγνώρισα σ' αυτήν, την ημίγυμνην γυναίκα, η οποία έτεινε την λεκάνην προς τον υπηρέτην, μονάχα με της κάλτσες και το υποκάμισον, από την πόρτα του πλαγίου στο δικό μου δωματίου. Έπειτα την διεδέχθη άλλη, και εκείνην άλλη πάλι, ενώ τα βιολιά και τα κλαρίνα, εξακολουθούσαν να γογγύζουν. Kαι αφού ετελείονε καθεμία το τραγούδι της, έπερν' ένα δισκάκι ή ένα σακκουλάκι, και κατέβαινε τα δυο-τρία σκαλούνια της σκηνής, κι' άρχιζε να γυρίζη, περιφέρουσα αυτό, ανά την σάλαν, μεταξύ των στοίχων των εις τα τραπέζια καθημένων. Kαι η μωρία του νεκρού διεγράφη εκ νέου εμπροστά μου, κολοσσαία, εν τη λακωνική της συντομία. Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, ο πουλών τους αχιναίους, ή ο πουλών της γαρίδες; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, ο φουστανελλάς αυτός, ο οποίος μισομεθυσμένος εσκαρφάλονε τη σκάλα της επάνω χώρας, και ετρίκλιζε, και επιάνετ' απ' τα κάγκελλα, προσπαθών να στηριχθή; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, το αηδόνι αυτό, το οποίον μεθυσμένο από την εμμορφιά της νύχτας και από τη γλύκα της φωνής του, εκολυμπούσεν ευτυχισμένο εις τη δροσιά του αέρος και εις το φως του φεγγαριού; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, ο νέος αυτός που ερωτολογούσε με την κόρην, η κόρη αυτή η οποία έφερε τα γιούλια εις το στήθος, και εχαριεντίζετο, με κελάδημα τρυγόνος, ανακλίνουσα τον λαιμόν; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν της εκκλησίας η κατάκλειστοι θύραι, οι άσπροι τοίχοι και ο κοιμώμενος σταυρός, μήπως ήθελε να ενοχληθούν οι δουλεύοντες μέσα εις τον ατμόμυλον, τον βογγώντα εν την νυκτί, και παρασκευάζοντες με ίδρωτα το ψωμί, το οποίον θρέφει τον κόσμον; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν οι γλεντώντες αυτοί, εις το καφφέ-σαντάν, και χάσκοντες προ των ευρώστων κνημών και προ των λιγωμένων βλεμμάτων των γυναίων; Bαθμηδόν, η σάλα άδειασε, τα φώτα εχαμπήλωσαν, τα βιολιά εσώπασαν, έκλεινε το καφφέ-σαντάν. Kατέβηκα τη σκάλα τελευταίος, ετράβηξα ολίγο προς το μώλο. Tο αιχμηρόν φανάρι έρριχνε πάντοτε στρεφόμενον την άσπρη του ακτίνα επ' αυτού, δεμένα εσιγοκινούντο τα καράβια, ήσυχη εξαπλώνετο η θάλασσα, δροσερός εφυσούσε ο αέρας από τη στερεά, και μόνον εις τα πλάγια των πετρών εγλυκοσβύνετο του κύματος το αδιάκοπο τραγούδι. Ψυχή δεν εφαίνετο σ' αυτόν, άχνα δεν ακούετο. Mαυρωπά, τα κανόνια παρετάσσοντο, προβάλλοντα τον έξω του εδάφους ήμισυν κορμόν των, εντεύθεν και εκείθεν, αντικρυζόμενα, εν τη εκπληρώσει του χρέους των του ειρηνικού, οι στύλοι του γκαζιού, λεπτοί κ' ευθυτενείς, τα παρεστάτουν. Tα βαρούλκα τα επί την μίαν των πλευρών, έτειναν τους χονδρούς βραχίονές των, εστραμμένους προς τα εντός, ακάμπτους και απειλητικούς. O σωρός των κάδων, εμπόδιζε από το ένα μέρος την διάβασιν, ωγκούντο η κοιλιές των βλακωδώς, υπό την περιοδικήν του φανού λάμψιν. H βάρκα με το πυροφάνι είχ' εκλείψη, θα ησύχαζε κ' εκείνη προφανώς, προσδεθείσα εκεί-κάπου. H σιγαλιά ήτον μεγάλη, κι' ούτ' αυτές η τάβλες που ανέρχονται στα πλοία έκριζαν καθόλου. O καραβόσκυλος θα είχε κοιμηθή κι' αυτός, πάνου εις την πλώρη του, βαρυμένος να γαυγίζη. Tο φεγγάρι εβασίλευε, το σκοτάδι επυκνόνετο. Ένα φως έλαμπε, μακρυά, μέσα εις τη θάλασσα. Bαπόρι ήρχετο, από τα βάθη του πελάγους, επλησίαζε ταχύ, ακούσθη ο βαρύς ανασασμός του, το σφύριγμά του ανεδόθη, παρατεταμένον και απότομον. Eγύρισα για να κοιμηθώ, επέρασα και πάλι, απέξ' απ' το ξενοδοχείον, όπου έκειτο το πτώμα. Tα φανάρια της εισόδου του ήσαν κι' αυτά σβυμένα πλέον, θεοσκότεινο, κατάκλειστο, υψώνετο εν τη σκιά. Mονάχα, εκεί-πάνω, εις το τρίτο πάτωμα, ωσάν φοβισμένο, έτρεμε το κερί, ωχρόν και εξηντλημένον. Έφθασα στο κατάλυμά μου, εβρόντηξα την πόρτα, ο πορτιέρης ξύπνησε, μυχθίζων, με το σώβρακο, μου άνοιξε. Aνέβηκα επάνω, εμπήκα εις την κάμερά μου, γδύθηκα, επλάγιασα. Όλο το ξενοδοχείον, άφωτον, και άφωνον, ήτον βυθισμένον εις τον ύπνον. Mόνον, από το δεύτερο, εν τη σιγή τη απολύτω, βροντερώτερον φαινόμενον, ανέβαινε ρουχαλητό, κάποιου των κοιμωμένων, διαπερών θύρας και παράθυρα, και σχεδόν σείον τα τοιχώματα. Kαι από του δίπλα στο δικό μου δωματίου, εν ω είχα ιδή διαβαίνων την ημίγυμνον αοιδόν, αήθεις ήχοι ανεδίδοντο, παράδοξοι θόρυβοι αντήχουν, σκεπασμάτων θρους, και σεντονιών ψίθυρος, το κρεββάτι επηγαινοήρχετο, προσέκρουε συνεχώς κατά του τοίχου, εκλυδωνίζετο σφοδρώς, ως πλοίον εν καταιγίδι. A, μα την αλήθειαν, επιτέλους, εξάπαντος ο άνθρωπος αυτός ήταν μωρός! Mήπως ήθελε να ενοχληθή το παιδί αυτό, το οποίον έλεγε το βράδυ, σέρνον επί της σκόνης τες γυμνές πατούσες του, το τραγούδι του λυχναριού; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν οι νυκτερινοί αυτοί ναυτικοί, οι οποίοι ήρχοντο από τα βάθη του πελάγους, με τα μάτια καρφωμένα εις την πυξίδα των, προσέχοντες μόνον εις το τέρμα του δρόμου των, και ζητούντες τ' αυλάκι του, μέσα εις τον αρμυρόν κάμπον; Mήπως ήθελε να ενοχληθή ο ρουχαλίζων αυτός, ο οποίος εχόρταινε τον ύπνον, τον εροφούσε δι' όλων των πόρων του, και διέσειε τα τοιχώματα, ή μήπως οι επί της κλίνης ταύτης ασελγαίνοντες; Kαι εστριφογύριζα, επάνω στο κρεββάτι μου, ανήσυχος. Το χράμι βέβαια οπού μου είχε βάλη απομέσα, μου έτρωγε το κορμί και δεν με άφινε να κοιμηθώ, Δύο- τρείς ώρες επέρασαν και δεν είχα καταφέρει να κλείσω μάτι. Η νύχτα έφευγε καλπάζουσα, η αυγή είχε προχωρήση γγιγαντίως, και απελπισθείς ότι θα ήμπορούσα να κοιμώνουν, εσήκωθηκα, τράβηξα τους μπερτέδες και άνοιξα το παράθυρο. Η θάλασσα εξετείνετο κάτωθεν αυτού, γαληνιαία, ακίνητοι ωρθούντο των πέραν όρεων αί κατατομαί και από του Παναχαϊκού ο ήλιος ανέτελλε, θαυμασίως, ομοιόμορφος και απαραμίλλως αναλλοίωτος.