Wednesday, April 17, 2013

Antonio Porchia - The Master of Aphorisms


At first glance, it's quite strange that Hippocrates, the famous Greek physician of the 5th century BC, is somehow considered to be the father of the "aphorism". That is probably because, according to the Oxford dictionary, the term "aphorism" seems to have evolved from "a concise statement of a scientific principle, typically by a classical author" to "a pithy observation which contains a general truth" in the modern sense of the word. In all cultures, one can find great writers of this so called "wisdom literature". At its most basic form, an aphorism is just a witty statement sometimes evident and maybe just too easy to have some intrinsic value. At its best though, an aphorism transcends the narrow confines of a subjective "clever" observation, forcing the reader to reconsider the meaning of common words. Revealing a kind of universal truth and often venturing into almost haiku poetry. Welcome to the world of Antonio Porchia. 

Antonio Porchia was born in 1886 in the Calabria region of Italy but very young moved to Argentina settling in Buenos Aires from where he never departed until his death in 1968. He was a simple man who wrote one, and only one, small book called "Voces" in 1943.     

This book contained his "distilled" thoughts in the form of one or two sentence aphorisms. It is quite remarkable how this simple man who lived alone managed to tap such a source of infinite depth in form and substance.

Jorge Luis Borges had this to say of Porchia's aphorisms: "... In Porchia's aphorisms, the reader feels the immediate presence of man and his destiny. The aphorisms included in "Voces" lead much further than their written text. They are not an end but a beginning. They don't strive to create an impression. One can assume that the writer wrote them for himself, without knowing that that he was creating for others the image of a lonely man, who sees things with clarity and is conscious of the unique mystery of every moment."

Here are a few examples of Antonio Porchia's aphorisms as found translated in english from the highly recommended Argentinian site on Antonio and his work.

http://www.antonioporchia.com.ar/

Some of Antonio Porchia's aphorisms

"Man goes nowhere. Everything comes to man, like tomorrow."

"One lives in the hope of becoming a memory."

"You’ll find the distance that separates you from them, by joining them."

"What we pay for with our lives is never costly."

"Nothing ends without breaking, because everything is endless."

"I’ve come to be a step away from everything. And here I stay, away from everything, by a step."

"The less you think you are, the more you bear. And if you think you’re nothing, you bear everything."

"I’ve abandoned the beggarly need to live. I live without it."

"One who says the truth says hardly anything."

"The chains that bind us most are the chains we’ve broken."

"Sometimes what I want and what I don’t want make so many concessions
to each other that they end up looking alike."

"If we didn’t lose anything during life, we would lose life without anything."

"My voice tells me: “That’s how it all is.”
And the echo of my voice tells me: “That’s how you are.”

"Shadows: some hide, others reveal."

"Men and things rise, fall, move away, approach. Everything is a comedy of distances."

"Sometimes, at night, I turn on a light so as not to see."

"You have nothing and you would give me a world. I owe you a world."

Tuesday, April 2, 2013

Το Θείο Τραγί του Γιάννη Σκαρίμπα




Το Θείο Τραγί του Γιάννη Σκαρίμπα γράφτηκε γύρω στα 1931 και δημοσιεύτηκε στις αρχές του 1933. Πρόκειται για ένα μοναδικό κείμενο στην ελληνική πεζογραφία στο βαθμό που εισάγει στοιχεία που έχουν τις καταβολές τους στους καταραμένους Γάλλους ποιητές του 19ου αιώνα (Baudelaire, Comte de Lautréamont, Arthur Rimbaud) προϊδεάζοντας θέματα και ιδέες που θα απασχολήσουν πολύ αργότερα την γενιά και το κίνημα των Beats της δεκαετίας του 50 και θα βρούν πρόσφορο έδαφος να δοκιμαστούν στην πράξη μέσω των επαναστάσεων και της φιλοσοφικής σκέψης της δεκαετίας του 60.

Η ανατρεπτική ιδέα του Σκαρίμπα να δημιουργήσει έναν αντι-ήρωα ο οποίος στρέφεται συνειδητά ενάντια σε κάθε αντίληψη καθωσπρεπισμού και ψεύτικης ηθικής, έναν στην κυριολεξία "ακοινώνητο" άνθρωπο που πληρώνει με το ίδιο νόμισμα κάθε έκφανση του σαθρού κοινωνικού, πολιτικού και θρησκευτικού συστήματος, φέρνει έντονα στο νου ποιήματα και κείμενα του Μπωντλαίρ, "Τα άσματα του Μαλντορόρ" του Λωτρεαμόν ή το "Μια Εποχή στην Κόλαση" του Ρεμπώ. Ίδια είναι η λύσσα, το φτύσιμο όλων των δήθεν αξιών, το κάψιμο όλων των αρχών αλλά και ίδιος ο ποιητικός οίστρος και η άγρια ομορφιά και εκρηκτικότητα του λόγου. Τίποτα δεν θα γίνει δεκτό επειδή, σώνει και καλά, έτσι πρέπει να είναι ή επειδή έτσι λένε οι κανόνες. Ούτε καν οι φυσικοί νόμοι. Ακόμη και ο ίδιος ο λόγος του Σκαρίμπα "έχει σηκώσει μπαϊράκι" και φαντάζει ευθύς, άφοβος και τελικά ποιητικά μοντέρνος μέσα στην αναρχία του, την επανάληψη και την συντακτική, γραμματική αλλά ακόμα και ορθογραφική του τρέλλα.     

Τέλος μέσα από το κείμενο του Σκαρίμπα βλέπουμε να βγαίνει πέρα από το άναρχο πνεύμα της επανάστασης και η αγωνία της φιλοσοφίας του Υπαρξισμού για την οποία θα μιλήσουν πολύ αργότερα, μεταξύ άλλων, ο Σαρτρ και ο Καμύ. 

Χαρακτηριστικό είναι αυτό το απόσπασμα από την αρχή του δευτέρου κεφαλαίου:

  "Είπαμε - ένας αέρας φυσούσε.
         Η δημοσιά φιδοσέρνονταν ατέλειωτη - σαν μιά αιωνιότη - στον κάμπο.  Εβούιζαν οι καλαμιές, κρύο έκανε.
   Κι αυτός προχωρούσε.
         Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι· επήγαινε - όλο επήγαινε - σαν μια ψυχή μες' την ερημία του χρόνου.
          Τον είχαν παρεξηγήσει οι ανθρώποι· η σκόνη τον είχε κάμει ολόασπρο, κι ο δρόμος - αχ θεέ μου - ο δρόμος ποτέ δε θα τέλειωνε. Δεν αιστάνονταν τίποτε· μήτε χαρά μήτε λύπη· αδιάφορος ήτανε κ' ήσυχος· γιατί; μήπως δεν ήταν η δημιουργία στη θέση της; ή μην είχε αντίρηση για το νόμο της έλξης; η σιωπή τον εγνώριζε, οι νύχτες τον ξέραν· ήταν της ερημιάς αυτός άνθος...
          Ο κόσμος αργά· τα πράγματα αφημένα στο πάει τους· να δημιουργούνται οι ορίζοντες· να γεννιέται - μούλος - ο χρόνος· οι τόποι, οι εποχές να πηγαίνουνε. Ξέρετε πως περπατάνε στη γη; να, πηγαίνουν· τίποτ' άλλο· πηγαίνουν σε προυπαντάνε τα όρια σε ακολουθάν πίσω οι δρόμοι - οι πολιτείες - σου τραγουδάνε βαθιά. Έχει ένα χτύπο το χάος· έχει ένα σφυγμό το κενό· και μόνο οι ώρες σωπαίνουν· και μόνο οι καιροί δε μιλούν. Η αιωνιότη σε κοιτάζει και σκέφτεται· τα πλάτη, οι απόστασες, είναι αφιερωμένα στο βάδι σου· αναθυμιάζει μ' ευλάβεια κατ' απ' το βήμα σου η γη.
          Έτσι πάνε· όλο ίσα και ντρίτα· άκρη άκρη στις σιδεροτροχιές, στα ποτάμια, άκρη-άκρη στους ωραίους γιαλούς· πάντα δημοσιά κι όλο κάμπο· δεν ανεβοκατεβαίνουν τα βήματα, δεν πάνε οι στράτες λοξά· για σένα δεξά ή ζερβά να διαβαίνουν τα όρη, να εξελίσσονται οι θάλασσες· ή καμπύλη, ή ευθεία, αλλά τι καμπύλη; Όση η γη. Και τι ευθεία; Όσο ατέρμονη είναι η πλήξη των όρνιων και το τέρμα των τραίνων που κουβαλάν το χιονιά... κι ο κόσμος αργά· η αιωνιότη πιστώνει. Η φυγόκεντρη δύναμη ας είναι ένα παραμύθι των κύκλων, και μόνο μια ψείρα νάσαι συ στις στροφές· έτσι· έτσι όπως πάνε οι δρόμοι μονάχοι τους έτσι όπως στέκουν τα βράχια.
Και αυτός προχωρούσε..."

Αν ο Jack Kerouac είχε διαβάσει Σκαρίμπα δεν θα είχε νιώσει τη ανάγκη να γράψει το "On the road" το 1951. Το Θείο Τραγί τα είχε ήδη πει όλα, 30 χρόνια πριν και σε ελάχιστες σελίδες. Άλλη μια τρανή απόδειξη στο απόσπασμα που ακολουθεί:

"       ...Τ' απογιοματάκι μπάινει ένας ζήτουλας: μπρε του λέω, πώς σε λένε, πουθ' έρχεσαι; Από πάνω μου κάνει και μου δείχνει αόριστα· διακονεύω ψωμάκι· έτσι ο θεός να σχωράει τους θαμμένους σου, δεν κάνεις αφεντικό μ' ένα έλεος;
           Τον λυπήθηκα· αχ πως πόνεσε η καρδιά μου του δόλιου· σκέφτηκα πως η ίδια μοίρα μας ένωνε· περιπλάνώμενες είμαστε δύο ψιχούλες κ' οι δυό μας· σπουργιτάκια των δρόμων· να, δύο κακόμοιρα πλάσματα. Όλοι οι άνθρωποι είναι καταγραμμένοι και ήσυχοι· βρίσκονται καταχωρημένοι κανονικά στα βιβλία, με ημερομηνίες και ονόματα. Έχουνε κ' ένα αμετάβλητο νούμερο: τον αριθμό του μητρώου τους· είναι τα ονόματά τους μακρότατα: Γεώργιος Καντακουζηνός, του Ιωάννου και Ελένης· μην ψάχνει άδικα και τους βρίσκει η αιωνιότη, φτάνουν απ' το χωριό ως το έθνος· νομός, επαρχία, δήμος, κοινότης· κ' έπειτα οι θρησκείες και τ' άλλα· σίγουρα πράματα· η αλήθεια ολόσωμη με υπογραφή και σφραγίδα· όχι τρίχες.
            Ενώ εμείς όλο από πάνω ερχόμαστε και δείχνουμ' αόριστα. Είναι τα πιστοποιητικά μας αμφίβολα, είναι οι δρόμοι μας γρίφοι· άγραφη είναι η ληξιαρχική μας σελίδα· άγραφη αφού δεν μας γνώρισε και μήτε την ξέρουμε. Την αξιοπρέπεια, την τιμή, το δικαίωμα, τα κάνουμε μείς λαθρεμπόριο γιατ' είν' μονοπωλημένα τα είδη τους· κυκλοφορούν, χωρίς τα ένσημά τους στα χέρια μας τ'απαγορευμένα αυτά πράγματα. Τάχουν αυτοί κάμει φίρμα τους· τα βάζουν και στα εμπορικά τους ταμπέλα. Ο Θεός: είδος οικόσημο· η αρετή· σπεσιαλιτέ - ειδικότης... Μα ποιός θα μπόραε να ψήσει αντάμα τους κάστανα. Σας λέω μήτ' ο διάολος. Τουλάιστο ο διάολος - ο αγαθός αυτός άφρονας - σου ζητάει μοναχά τη ψυχή σου και σ' αφήνει όλα τ' άλλα: Το δικαίωμα της ζωής, την απόλαυση, τον έρωτα της γυνάικας, το γέλιο. Σε συντρέχει μάλιστα να τ' αποχτήσεις μπρε μάτια μ'. Πού τέτοιος φίλος! μια ψυχούλα στην έχω χαλάλι του. Ενώ αυτοί - άβυσσος αυτουνών το ιμάτιο - αυτοί όλα τα θέλουν, θέλουν και την ψυχή και το σώμα. Σου υπόσχονται και τη βασιλεία των ουρανών, μα σου χτυπάνε μαέστρικα τη βασιλεία της Γης μας. Ο «περί δικαίου των κώδικας» μόνο για δικαιοσύνη δεν γράφει. Ο «Οίκος» των προμηθεύει μόνο άστεγους, και η φιλανθρωπία τους «Αμαρτωλών Σωτηρίες»... Αμαρτιών μας τα πλήθη... εμείς... ενώ αυτοί συγγράφουν Βοκκάκιο στα γόνατα των κοριτσιών των δικών μας!... Σας λέω είν' εξαίσιοι!
             Να, για δαύτο γυρίζουμε. Είμαστε της ζωής μεις οι μούργοι κ' ειν' οι άλλοι κορόιδα μας. Εμείς καλλιεργούμε μόνο από έρωτα προς την ελευθερία το ψέμα - ένα ψέμα όλο ποίηση, μιάν αναποδιά όλην οίστρο - ενώ αυτοί είναι αυτόδουλοί του και σκλάβοι του. Η συμφωνία τους είναι ν'αλληλοκλέβουνται έντιμα, ενώ η κλεψιά είναι άτιμη. Είν' η συνθήκη τους τίμια με σήμα κατατεθέν της το ψέμα. Τί μπρίο! Τί μπρίο! Πώς διάολο συσχετίζουν τα άσχετα; Πώς μπρε μάτια μ' συμβιβάζουν τα άκρα; Είναι όλοι τους «τίμιοι» κατά τον πιό άτιμο τρόπο!... Πού να τους παραβγούμε εμείς οι κακόμοιροι σ' αυτή τους την ανομία τη νόμιμη, σ' αυτή την πεπειραμένη αρετή τους. Είναι πολύ πεζεβένηδες...
             Να, γι' αυτό γκιζιρνάμε. Μήτε σπείρουμε, μήτε θερίζουμε γιατί για μας είναι τα χούματα μπρούτζινα και νικέλινη η γη μας. Τα Έθνη, οι πολιτείες, οι τόποι, δεν έχουνε σύνορα στον δικό μας χάρτη και τα δυό ημισφαίρια μας πέφτουνε λίγα. Η ζωή μας δεν ανέχεται όρια. Εμείς ένα σύνορο ξέρουμε: της ζωής και του θανάτου· μια πατρίδα γνωρίζουμε: των σολών μας το πάτι. Είμαστε μείς οι πολίτες του άπειρου, κ' έχουμε κ' εμείς μια σφραγίδα: τον πάτο μας. Μ' αυτήν σφραγίζουμε μεις τα πιστοποιητικά της τιμής των..."   

Είναι πραγματικά δύσκολο με δύο μικρά αποσπάσματα και κάποια πεζά λόγια να μπορέσει κανείς να παρουσιάσει έστω και σχηματικά αυτές τις ηλεκτρισμένες εκατό σελίδες του Σκαρίμπα που αποτελούν το "Θείο Τραγί". Αφήστε στην άκρη λοιπόν ότι άλλο διαβάζετε και πιάστε στα χέρια σας αυτό το βιβλίο. Ή όπως θα έλεγε και αυτό το εξαίσιο τέρας, ο Γιάννης, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ...μην αφήσετε άλλο να ξεχουρδίζετ' ο χρόνος. Γκιζιρνάτε ντεεε...

Το βιβλίο "Το Θείο Τραγί" του Γιάννη Σκαρίμπα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη