Sunday, March 11, 2012

John Fowles and the last sentence


John Fowles (1926-2005) wrote “The French Lieutenant’s Woman” in 1969. The novel, which begins with a Thomas Hardy veneer and a Victorian feel to it, soon mutates into an existentialist exercise with a modernist choice of alternative endings. It catches you almost unprepared as it lifts the boundaries, blending the past and the present and suddenly all is swept away and what remains is a distilled perception of the human condition. For example, in a sudden epiphany moment, Charles realises that man has in fact entrapped himself in a vicious cycle of his own making. Existentialist writing was never so thrillingly engaging and poetic:
       
“In a vivid insight, a flash of black lightning, he saw that all life was parallel: that evolution was not vertical, ascending to a perfection, but horizontal. Time was a great fallacy; existence was without history, was always now, was always this being caught in the same fiendish machine. All those painted screens erected by man to shut out reality - history, religion, duty, social position, all were illusions, mere opium fantasies." 


And exactly like that, like a flash of black lightning, certain passages in the book leap out by their sheer beauty and philosophical insight. John Fowles ends the novel with the following sentence. A last sentence that is supposed to bring closure. But in the hands of a great novelist this closure is all encompassing and we are left with the sense that the novel ends with a grand opening. Here it is: 


“ He walks towards an imminent, self-given death?  I think not; for he has at last found an atom of faith in himself, a true uniqueness, on which to build; has already begun, though he would still bitterly deny it, though there are tears in his eyes to support his denial, to realize that life, ... is not a symbol, is not one riddle and one failure to guess it, is not to inhabit one face alone or to be given up after one losing throw of the dice; but is to be, however inadequately, emptily, hopelessly into the city’s iron heart, endured. And out again, upon the unplumb’d, salt, estranging sea."        

Sunday, March 4, 2012

“Απόντες” (1996) του Νίκου Γραμματικού




Από τις καλύτερες ταινίες του νεώτερου Ελληνικού κινηματογράφου, η ταινία “Απόντες” του Νίκου Γραμματικού, γυρισμένη το 1996, καταφέρνει αβίαστα να χαρτογραφήσει μια γενιά με τις ανησυχίες, τα απατηλά της όνειρα και τη χαμένη της αθωότητα. Μέσα σε ένα χρονικό διάστημα μιας επταετίας που οριοθετείται από δύο διαμετρικά αντίθετα αθλητικά γεγονότα, η ταινία παρακολουθεί τις σποραδικές συναντήσεις στη Σαλαμίνα έξι στενών σχολικών φίλων. Από την περίφημη νίκη της Ελληνικής ομάδας μπασκετ επί της Γιουγκοσλαβίας το καλοκαίρι του 1987 στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ, η ταινία καταλήγει χρονικά στη συντριβή της Ελληνικής ομάδας ποδοσφαίρου το καλοκαίρι του 1994 στο Μουντιάλ. Μεταφορικά λοιπόν ξεκινάμε από μια νίκη που μας γεμίζει προσδοκία και όνειρα και καταλήγουμε στην ήττα και την κοινωνική ένταξη. Με το πέρασμα του χρόνου θα επέλθει η φθορά στις σχέσεις, θα χαθεί η επαφή και η δυνατότητα επικοινωνίας. “... Κάθε φορά που οι φίλοι «επιστρέφουν» στο νησί, κουβαλάνε - αναπόφευκτα - τα ίχνη των προσωπικών επιλογών τους, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας, που - αργά αλλά σταθερά - τους αλλάζει και τους διαβρώνει. Το τέλος της εποχής των συλλογικών οραμάτων θα τους βρει σκορπισμένους, αντιμέτωπους με την αυγή μιας εποχής στην οποία κυριαρχούν οι ατομικές λύσεις και επιδιώξεις."



Το 1996, η εφημερίδα «Το Βήμα» έκανε ένα αφιέρωμα στην ταινία με αφορμή τη βράβευσή της. Ο Γιώργος Ευγενικός, ένας από τους εξαιρετικούς ηθοποιούς που προσωπικά υποδυόταν τον Μανώλη στην παρέα των έξη φίλων, είχε αναφέρει τότε τα εξής: 

«Ο Νίκος (Γραμματικός) μάς είπε: "Αναζητήστε την αλήθεια του ρόλου...". Βούτηξα στον ήρωα που θα υποδυόμουν. Στον Μανώλη που άφησε τη φωτογραφία για να ασχοληθεί με τους κομπιούτερ και την πληροφορική. Στον ορθολογιστή Μανώλη, που γύρεψε τη σιγουριά στο επάγγελμα, στον γάμο, στην εξάρτηση από τους άλλους πάντα. Λέει σε μια στιγμή της ταινίας στον αδελφό του: "Μην ξεχάσεις τα τάπερ, η μαμά όλο εμένα βρίζει...". Τον αγάπησα και ας μη μοιάζει σε μένα». 

Ένας άλλος “φίλος”, ο ηθοποιός Τάσος Νούσιας, είπε με τη σειρά του στο ίδιο αφιέρωμα: «Μας έδωσε την παρτιτούρα και εμείς αυτοσχεδιάσαμε...». Παιδί της γενιάς του '90, βρήκε και ο ίδιος εικόνες δικές του στην ταινία. «Είμαστε η γενιά που μεγάλωσε με την καραμέλα του τέλους των ιδεολογιών. Να, μια σκηνή από την ταινία που μου έκανε εντύπωση και δίνει και ένα στίγμα: γύρω από το τραπέζι είναι μαζεμένοι όλοι και μιλούν σε μια "χάβρα". Ο καθένας λέει σημαντικά πράγματα, αλλά όλοι μαζί τίποτα. Λέει ο ένας: "Αν αφήναμε έτσι τα πράγματα, θα μας πνίγανε οι Κοσκωτάδες". Και ο άλλος: "Εεε, λίγα τα λόγια σου για τον Ντέταρι..."».





Ο Βασίλης Ραφαηλίδης, στο βιβλίο του «Πέρα από τον κινηματογράφο» γράφει για τους “Απόντες”:

“... Ενώ, όντας έφηβος στην Ελλάδα ετοιμάζεσαι μεθοδικά να δράσεις, σιγά σιγά, καθώς μεγαλώνεις, περνάς στην αδράνεια, είτε μέσα από έναν αδρανή γάμο, είτε μέσα από έναν αδρανή διορισμό στο αδρανές Δημόσιο, είτε γράφοντας αδρανή ποιήματα, που δεν θα εκδοθούν ποτέ από πνευματικά αδρανείς εκδότες. Μην τολμήσεις να ωριμάσεις στην Ελλάδα, γιατί πριν προλάβεις να ωριμάσεις, σάπισες κιόλας. Η ταινία καταγράφει την πορεία επτά εφήβων προς το ίδιο τέλμα, από διαφορετικούς για τον καθένα δρόμους..." 

Σήμερα, μετά από πολλά χρόνια, μπορεί κανείς να διαπιστώσει σε τι οδήγησε τελικά αυτή η αδράνεια την Ελλάδα. Ο Ανδρέας, που συμβολίζει στην ταινία τη φωνή της συνείδησης, της παιδικής αθωότητας, της ακεραιότητας και της αντίστασης στη φθορά, θα χαθεί. Μαζί του χάνεται και ένα κομμάτι της ψυχής των υπόλοιπων φίλων της παρέας. Κάποιοι όμως απ΄αυτούς έχουν τόσο πολύ αλλοιωθεί και απορροφηθεί από το σύστημα που δεν θα νιώσουν σχεδόν τίποτα.     

Η ταινία βραβεύτηκε στο διεθνές φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1996 με τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου και β' ανδρικού ρόλου που μοιράστηκε και στους έξη “φίλους”.

Α.. ναι.. παραλίγο να το ξεχάσω. Ένα από τα πολύ δυνατά στοιχεία της ταινίας είναι βέβαια και η μουσική. Κατά τη διάρκεια της ταινίας ακούγονται κομμάτια των Van Der Graaf Generator, Pink Floyd, Joy Division, Nick Cave, Supertramp και άλλων εξαιρετικών συγκροτημάτων που σημάδεψαν τη συγκεκριμένη εποχή. Όσοι μεγάλωσαν ακούγοντας αυτά τα κομμάτια, είμαι σίγουρος ότι θα συγκινηθούν διπλά από αυτήν την εξαιρετική ταινία.  

Listen to:
Van Der Graaf Generator - Killer