Wednesday, October 26, 2011

Άραγε διαβάζει κανείς αυτό το μπλογκ;




                               Κλέος πενιχρόν του Ρεϊμόν Κενό
                                                   Απόδοση: Γιάννης Στρίγκος

Το διήγημα αυτό, στην παρούσα μετάφραση, δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό « Το Δέντρο », τεύχος 173-174, Χειμώνας 2009-2010. Αποτελεί μέρος μιας συλλογής διάσπαρτων, «ήσσονος σημασίας», κειμένων του Κενό, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1981 υπό τον τίτλο Ιστορίες και λεγόμενα (Contes et propos).

Για τον Μι Γάμα στάθηκε αρκετά δύσκολο να αποκτήσει κάρτα εισόδου για την Εθνική Βιβλιοθήκη, εφόσον δεν είχε καμία ιδιότητα που να δικαιολογεί το αίτημά του, ούτε διεξήγε κάποια έρευνα που να του το επιτρέπει. Ήταν, όμως, πραγματικά το μοναδικό μέρος απ’όπου μπορούσε να πετύχει το στόχο του. Οποιοδήποτε άλλο εγχείρημα θα απέβαινε μάταιο και αναποτελεσματικό, εξαρτώμενο από μεγάλο αριθμό τυχαίων πιθανοτήτων. Έτσι ο Μι Γάμα πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι  χωρίς να μπορέσει να εκπληρώσει το ζητούμενό του, όταν μια φθινοπωρινή μέρα, περνώντας μπροστά από ένα χώρο επίσημων αφισοκολλήσεων, το μάτι του έπεσε πάνω σε μια ανακοίνωση για τη Σχολή του Λούβρου. Κατάλαβε, έγινε μαθητής της σχολής, αν κι ως τότε δεν είχε δείξει ποτέ κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτό το είδος σπουδών, μελέτησε την τέχνη τού Μεσαίωνα και την επιγραφική και, τέλος, ως διπλωματούχος, μπόρεσε να αποκτήσει κάρτα αναγνώστη, η οποία θα του επέτρεπε την πρόσβαση στην Αίθουσα Εργασίας.

Την πρώτη μέρα που μπήκε εκεί, κάθισε κάπου τυχαία· ήταν πριν απ’τον πόλεμο, σε μια εποχή όπου μπορούσε ακόμη κανείς να διαλέξει τη θέση του. Κι έπειτα, κοίταξε γύρω του, προσανατολίστηκε κι έμαθε τον τρόπο λειτουργίας ετούτης της μεγάλης μηχανής. Πιο συγκεκριμένα, υπήρχαν οι κατάλογοι, που έπρεπε να ξέρει κανείς πώς να τους χειριστεί, πολυάριθμοι κατάλογοι, άλλοι τυπωμένοι, άλλοι γραμμένοι στο χέρι, άλλοι πάλι φωτογραφικοί, οι μεν εγγεγραμμένοι σε καρτέλες, οι δε όχι, με αλφαβητική σειρά ή ταξινομημένοι ανάλογα με το περιεχόμενο: εν ολίγοις, μια ολόκληρη μαθητεία. Όταν ο Μι Γάμα κατανόησε, λοιπόν, λίγο τη λειτουργία, το πρώτο του μέλημα υπήρξε το να αναζητήσει το όνομά του στο γενικό κατάλογο· το βρήκε, κι αυτό του προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και έντονη χαρά. Με το χέρι του να κρατά ανοιχτό τον τόμο 48 στη συγκεκριμένη σελίδα και τα μάτια ανασηκωμένα στο ταβάνι, ονειρεύτηκε για λίγο, χαμογελώντας. Συμπεριλαμβάνονταν και τα τρία έργα που είχε εκδώσει, με πλήρη αναφορά των στοιχείων τους: Η αναγέννησις της γης διά της απαγορευτικής αρχής του Νεύτωνος, Λιόν, Λανγκλιμέ, 1841, in-8o VIII-246 σελ., R.24111, Το έσχατον σημείον των ουρανών αναχθέν εις την ακριβήν του μορφήν, Λιόν, Λανγκλιμέ, in-8o IX-351 σελ., R.24112 και Η νύχτα του Νεύτωνος καλύπτουσα έως τώρα την Γην και από τούδε διαψευσθείσα εκ της λάμψεως της Αληθείας, Καν, Λεντουαγιέν, 1859, in-8o XL-674 σελ., R.26700.


Ο Μι Γάμα δεν χόρταινε να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει ετούτες τις λιγοστές βιβλιογραφικές γραμμές – ό,τι δόξα είχε απομείνει όλη κι όλη από 'κείνον πάνω σε τούτη τη Γη, αφού σε όποιο λεξικό ή κατάλογο ταξινόμησης κι αν είχε ανατρέξει δεν είχε βρει κανένα ίχνος ούτε του ονόματός του ούτε του έργου του, όπως άλλωστε και σε κανένα εγχειρίδιο, σε κανένα ιστορικό κείμενο.

Το δεύτερο μέρος τού προγράμματος του εκτελέστηκε με τον ακόλουθο τρόπο: συμπλήρωσε τις τρείς απαραίτητες καρτέλες και ζήτησε να του φέρουν τα τρία αυτά βιβλία προς ανάγνωση. Μετά από μια ώρα περίπου, ήρθε πράγματι κάποιος υπάλληλος και του τα έφερε. Τα βιβλία ήσαν κατάμαυρα απ’τη σκόνη. Ο Μι Γάμα τα τίναξε και στη συνέχεια διαπίστωσε πως κανείς ως τώρα δεν τα είχε ανοίξει ποτέ: οι σελίδες τους ήταν ακόμα άκοπες. Ο Μι Γάμα κατέβασε βαριά το κεφάλι ξεφυλλίζοντας αφηρημένα τα βιβλία του. Ώστε, λοιπόν κανείς δεν τον είχε διαβάσει ποτέ – τουλάχιστον εδώ. Αλλά πόσες ελπίδες είχε να τον έχει διαβάσει κάποιος άλλος κάπου αλλού; Κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ για τα παραληρηματικά του πονήματα – κι όμως, θυμόταν τις ιδιοφυείς στιγμές που είχαν λαμπρύνει τις ημέρες τής διαμονής του  στη Λιόν και στην Καν, το πάθος με το οποίο έγραφε, το φλογερό του ενθουσιασμό. Κι έπειτα, μετά τη δημοσίευση, η πλήρης αποτυχία, η σιωπή. Τότε ο Μι Γάμα είχε πεθάνει, ελπίζοντας τουλάχιστον σε κάποια μετά θάνατον αναγνώριση για την αιωνιότητα. Αλλά τώρα έβλεπε πως και η αιωνιότητα δεν είχε δώσει ποτέ δεκάρα για ΄κείνον.

Εκείνη τη μέρα, βγήκε απ’την Εθνική Βιβλιοθήκη γεμάτος απογοήτευση και απελπισία. Περιπλανήθηκε όλη τη νύχτα, σκεπτόμενος τι έπρεπε να κάνει. Τα σκοτάδια των Παρισίων τον είδαν σε διάφορες συνοικίες να μονολογεί αναζητώντας λύση στο πρόβλημα του. Το πρωί, την ώρα που άνοιγε η Βιβλιοθήκη, βρισκόταν κιόλας εκεί. Μπήκε και άρχισε να παρατηρεί. Η παρατήρησή του υπήρξε μεθοδική και διήρκεσε κάμποσες ημέρες, εβδομάδες, μήνες. Ήταν τόσο διακριτικός, που κανείς δεν αντιλήφθηκε το τι έψαχνε. Για ποιο θέμα, άραγε, να ενδιαφερόταν ετούτος ο γηραιός κύριος με τη γενειάδα; Για το θάνατο του Λουδοβίκου του 16ου. Κι ετούτη η ξανθιά κοπέλα; Για τον Ιανσενισμό. Κι ετούτος; Κι εκείνος; Κι ο άλλος; Ουδείς λόγιος και ουδεμία λογία δεν έδειχναν να έχουν κατά νου κάτι, στο οποίο θα μπορούσε να συναφθεί ή να παρεισφρήσει η μιγαμική φιλολογία. Πέρασαν μήνες. Ο Μι Γάμα εξακολουθούσε να επιτηρεί με μάτι άγρυπνο την πνευματική ζωή τής Αίθουσας Εργασίας.

Ένας θαμώνας τής Βιβλιοθήκης τού κίνησε, εντούτοις, την περιέργεια, επειδή ο Μι Γάμα δεν έβρισκε καμία σχέση ανάμεσα στους διαφορετικούς συγγραφείς που τον έβλεπε να ψάχνει στους καταλόγους. Δεν μπορούσε, όμως, και να τον περάσει για κάποιον που διάλεγε στην τύχη, ανάμεσα στη πληθώρα τής βιβλιογραφίας, διότι έδειχνε πως όντως η έρευνα, που διεξήγε, ήταν απόλυτα συγκεκριμένη. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ο Μι Γάμα διαπίστωσε πως οι συγγραφείς αυτοί ήσαν όλοι Γάλλοι τού 19ου αιώνα και πως, απ΄όσο του επέτρεπαν οι ικανότητες του να κρίνει, ήσαν κι αυτοί παντελώς άγνωστοι. Δίστασε για λίγο καιρό ακόμα, συνέχισε να τον παρακολουθεί και κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο ίδιος είχε πιθανότητες να προκαλέσει τον ενδιαφέρον τού άγνωστου αναγνώστη, καθότι Γάλλος, αεροφουσκοφυσικολόγος και – αλίμονο! – άγνωστος. Όσο για το θέμα των βιβλίων του, ήταν εξίσου αξιοπρεπές με τα θέματα των άλλων. Το άτομο έδειχνε να ενδιαφέρεται για όλες τις επιστήμες.

Έπρεπε, λοιπόν, τώρα να τον γνωρίσει. Και για να το πετύχει, σκαρφίστηκε τα ακόλουθα.


Ακολούθησε το άτομο, παρατήρησε τη συμπεριφορά του, κατέγραψε τις συνήθειες του, αξιολόγησε τον τρόπο σκέψης του, έβγαλε συμπεράσματα για τις προτιμήσεις του. Τον παρακολούθησε στενά. Ο άλλος δεν είχε καθόλου φίλους και είχε ελάχιστους γνωστούς. Ο Μι Γάμα προσκολλήθηκε σ’ έναν απ’ αυτούς, ο οποίος κάποια μέρα τους γνώρισε. Κουβέντιασαν. Ο Μι Γάμα, έχοντας πάρει τα πάνω του που έφτασε στο στόχο του, οδήγησε τη συζήτηση και μετά από λίγο ο άλλος τού αποκάλυψε τη φύση τής μελέτης του: ένα σύγγραμμα εξακοσίων περίπου σελίδων, μαζί με τη βιβλιογραφία και όλα τα σχετικά, που θα ασχολείτο απεραντολογικά με τους αφανείς Γάλλους του 19ου αιώνα, θέμα ανεξάντλητο. Και τότε ο Μι Γάμα τού είπε συγκινημένος:
-       Γνωρίζετε τον Μι Γάμα;
Ο άλλος δεν τον γνώριζε.
-       Συνέγραψε το τάδε και το τάδε βιβλίο, του είπε ο Μι Γάμα, αναφέροντας τους τίτλους.
-       Όχι, δεν τον γνωρίζω, είπε ο άλλος, δεν τον γνωρίζω. Πολύ ενδιαφέρον, ψιθύρισε.
Και έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μπλοκάκι, για να κρατήσει σημειώσεις. Έγραψε το όνομα και τους τίτλους των βιβλίων.


Ο Μι Γάμα, τις μέρες που ακολούθησαν, ένιωσε ευτυχής. Αλλά την επόμενη φορά που συνάντησε τον λόγιο, εκείνος του είπε:
-       Πώς είπατε ότι τον έλεγαν εκείνον τον τύπο που έγραψε τα βιβλία; Έχασα τις σημειώσεις μου, να φανταστείτε.
Ο Μι Γάμα, δυσαρεστημένος, του ξανάδωσε τις πληροφορίες.
Την επόμενη φορά που συνάντησε τον λόγιο, εκείνος του είπε:
-       Ενδιαφέρων ο τύπος, ενδιαφέρων. Θα του αφιερώσω περίπου τέσσερις με πέντε σελίδες τού βιβλίου μου.


Και ο Μι Γάμα ένιωσε και πάλι ευτυχής. Έτσι λοιπόν, δεν θα πέθαινε εντελώς! Το όνομα του θα έμενε ανάμεσα στους ανθρώπους όχι μονάχα ως μια απλή εγγραφή στον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αλλά και υπό τη μορφή μιας απόλυτα τιμητικής αναφοράς, ειδικά σ’ εκείνον, από ένα αξιότιμο λόγιο σε κάποιο σημαντικότατο σύγγραμμα. Ένιωσε ευτυχής. Θα ζούσε για πάντα, ή τουλάχιστον για πάρα πολύ καιρό – πάρα, μα πάρα πολύ καιρό. Δεν ήθελε να σκέφτεται τόσο μακροπρόθεσμα. Αλλά παρ’ όλα αυτά, η υστεροφημία του θα μπορούσε να διαρκέσει εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες χρόνια. Άλλωστε, μήπως δεν βρίσκει κανείς τυχαία στους καταλόγους, ανάμεσα σε άλλα ονόματα, και διάφορους έλληνες συγγραφείς, απ’ τους οποίους δεν έχει διασωθεί ούτε μία γραμμή; Γιατί όχι κι αυτός, λοιπόν! Ας υποθέσουμε πως όλος αυτός ο πολιτισμός εξαφανίζεται και πως, ολότελα μοιραία, δεν σώζεται παρά μονάχα το κομμάτι μιας σχισμένης σελίδας απ’ τον όγκο τού βιβλίου τού επιστήμονα και πως το κομμάτι αυτό είναι εκείνο που αναφέρεται στον Μι Γάμα. Στην περίπτωση αυτή, θα είναι ο μόνος που θα επιβιώσει. Γιατί όχι! Ένιωσε ευτυχής.


Έκτοτε, κάθε φορά που συναντιόταν με τον λόγιο, τον ρωτούσε πώς πήγαινε το βιβλίο του. Το σύγγραμμα προχωρούσε, σε λίγο καιρό θα τελείωνε. Σύντομα, δεν έμειναν παρά μονάχα μερικά σημεία, που έπρεπε να λάβουν την τελική τους μορφή. Ήταν έτοιμο για το τυπογραφείο, όταν ο συγγραφέας του έχασε το χειρόγραφο. Αποκαρδιωμένος, εγκατέλειψε τις έρευνες και αποσύρθηκε σε κάποιο εξοχικό που είχε κάπου έξω απ’ το Παρίσι.


Ο Μι Γάμα τον επισκέφθηκε κάμποσες φορές, για να τον ενθαρρύνει να συνεχίσει. Εξακολουθούσε να ελπίζει πως ο άλλος θα ξανάρχιζε. Όμως όχι, ο άλλος δεν ήθελε, δεν ήθελε ούτε να το ακούει. Ο Μι Γάμα, βλέποντας να εξαφανίζεται κάθε πιθανότητα να επιβιώσει στο πνεύμα των ανθρώπων, άρχισε να εξασθενεί λίγο-λίγο και να αποσυντίθεται. Μέσα στην ύψιστη οργή για τον επικείμενο ολοκληρωτικό του θάνατο, μάζεψε τις λιγοστές δυνάμεις που του είχαν απομείνει και έπνιξε τον λόγιο, ο οποίος και πέθανε. Όσο για τον Μι Γάμα, διαλύθηκε σιγά-σιγά, εξανεμίστηκε, δεν έμεινε τίποτα από ΄κείνον, ένα φάντασμα, άλλωστε, δεν μπορεί να γίνει φάντασμα. (Είναι βέβαιο αυτό;)
                             

Tuesday, October 25, 2011

“In Praise Of Cities” A poem by Thom Gunn




I
Indifferent to the indifference that conceived her,
Grown buxom in disorder now, she accepts
- Like dirt, strangers, or moss upon her churches -
Your tribute to the wharf of circumstance,
Rejected sidestreet, formal monument…
And, irresistible, the thoroughfare.


You welcome in her what remains of you;
And what is strange and what is incomplete
Compels a passion without understanding,
For all you cannot be.


II
                            Only at dawn
You might escape, she sleeps then for an hour:
Watch where she hardly breathes, spread out and cool,
Her pavements desolate in the dim dry air.


III
You stay. Yet she is occupied, apart.
Out of a mist the river turns to see
Whether you follow still. You stay. At evening
Your blood gains pace even as her blood does.


IV
Casual yet urgent in her love making,
She constantly asserts her independence:
Suddenly turning moist pale walls upon you
- Your own designs, peeling and unachieved -
Or her whole darkness hunching in an alley.
And all at once you enter the embrace
Withheld by day while you solicited.
She wanders lewdly, whispering her given name,
Charing Cross Road, or Forty Second Street:
The longest streets, desire that never ends,
Familiar and inexplicable, wearing
Cosmetic light a fool could penetrate.
She presses you with her hard ornaments,
Arcades, late movie shows, the piled lit windows
Of surplus stores. Here she is loveliest;
Extreme, material, the work of man.